Η Εκκλησία έχει βρεθεί στο επίκεντρο της πολιτικής επικαιρότητας ήδη από τον Φεβρουάριο, όταν ψηφιζόταν η μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου.
Τα κέρδη που έχουν αποκομίσει τα δεξιά της δεξιάς κομματίδια από τις δημοσκοπικές απώλειες τις οποίες κατέγραψε η ΝΔ μετά τη θεσμοθέτηση της ισότητας στον πολιτικό γάμο, η δεξιά στροφή που επιχειρεί το κυβερνών κόμμα ενόψει ευρωεκλογών αλλά και η τάση του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης να διαδηλώνει το θρησκευτικό του φρόνημα – μέχρι και η είδηση πως ο Πρωθυπουργός θα «ξανασυναντήσει» τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο, αφού θα παρακολουθήσει το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης, έξι μέρες μετά την κοινή τους εμφάνιση στο Δήλεσι, την ακολουθία στην οποία θα χοροστατήσει ο προκαθήμενος της ελλαδικής Εκκλησίας – έχουν ξαναβάλει τις ψήφους του χριστεπώνυμου πλήθους στο μικροσκόπιο αρκετών κομματικών επιτελείων.
Τι πιστεύουν όμως οι Ελληνες για τον θεσμό που διεκδικεί πάλι μια σημαίνουσα θέση στην καθημερινότητά τους;
Αυτό το ερώτημα προσπάθησε να απαντήσει η έρευνα που έκανε η Κάπα Research στα πλαίσια της χαρτογράφησης των σημαντικότερων θεσμών της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας φέτος που αυτή κλείνει μισό αιώνα ζωής. Μια γρήγορη απάντηση – όπως προκύπτει ακόμη κι από μια διαγώνια ματιά στα ευρήματα της συγκεκριμένης μέτρησης της κοινής γνώμης – θα μπορούσε να συνοψιστεί στην παρατήρηση πως είναι πιστοί αλλά λιγότερο απ΄ όσο παλαιότερα.
Σύμφωνα με τα κύρια συμπεράσματα των ερευνητών, «οι εμπειρίες της εικοσαετίας – η έκρηξη της τεχνολογίας, η οικονομική κρίση, η πανδημία, οι πολεμικές συγκρούσεις – έχουν θέσει την πίστη υπό δοκιμασία». «Υπό αυτό το πρίσμα», συμπληρώνουν, «για το 73% η πίστη δεν έχει διαρκώς το βλέμμα στραμμένο στην αιωνιότητα, αλλά αναζητά την εφαρμογή της στη ζωή». Για την ακρίβεια, βέβαια, το 73% πιστεύει και μάλλον πιστεύει στον Θεό, ενώ το 25% όχι και μάλλον όχι. Μόλις το 2% δεν γνωρίζει ή δεν απαντά. Το ποσοστό των πιστών έχει μειωθεί κατά 19% από το 2005 – που ήταν 92% – μέχρι σήμερα και το ποσοστό εκείνων που δεν πιστεύουν έχει αυξηθεί κατά 17% στο ίδιο χρονικό διάστημα.
Οπως χαρακτηριστικά υπογραμμίζουν από την εταιρεία δημοσκοπήσεων, «καθώς η πίστη εξελίσσεται σε μια υπαρξιακή στάση και αναζητά τη σχέση ασφάλειας, σιγουριάς ή εμπιστοσύνης για να αντιμετωπιστούν οι δυσκολίες και οι αβεβαιότητες, απομακρύνεται και από τη συχνότητα του εκκλησιασμού· ωστόσο διατηρείται ένας πυρήνας της τάξης του 28% που επισκέπτεται την εκκλησία τουλάχιστον μία φορά τον μήνα». Το 37% εκκλησιάζεται μόνο στις μεγάλες γιορτές, δηλαδή τα Χριστούγεννα και το Πάσχα, ή επισκέπτεται έναν ναό μόνο για γάμους και βαπτίσεις. Το 13% ποτέ. Το 15% τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα, ένα 13% μία με τρεις φορές τον μήνα και το 21% ακόμη πιο σπάνια.
Κατά τα λεγόμενα εκείνων που έτρεξαν την έρευνα, «με εξαίρεση ένα 30% περίπου, η πλειονότητα αποδίδει στην Εκκλησία πνευματικό κυρίως ρόλο και αφήνει στο Κράτος τη ρύθμιση των κοινωνικών ζητημάτων. Εξού και η υποστήριξη στον διαχωρισμό Εκκλησίας – Κράτους, η οποία αυξάνεται στο πέρασμα των τελευταίων είκοσι ετών». Το νούμερο – έκπληξη είναι φυσικά το ποσοστό εκείνων που τάσσονται υπέρ του διαχωρισμού Εκκλησίας – Κράτους: 70%. Κατηγορηματικά αντίθετο είναι μόνο το 23%. Οι πρώτοι είναι 11 μονάδες περισσότεροι απ΄ όσους στήριζαν το ίδιο κατά το μακρινό 2003.
Η συντριπτική πλειονότητα των ερωτηθέντων, 65%, δηλώνει ευθέως ότι η Εκκλησία δεν πρέπει να έχει λόγο στα θέματα της καθημερινής ζωής των πιστών πέραν των πνευματικών ζητημάτων. Το 55%, μάλιστα, διαφωνεί με τη στάση που εκείνη κράτησε στον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών και το 40% συμφωνεί. Πάντως, το 59% αναφέρει πως δεν θα συμφωνούσε ή μάλλον δεν θα συμφωνούσε να αναλάβει υπουργικό αξίωμα ένας έλληνας μουσουλμάνος. Κι ένα 65% λέει ότι θα προτιμούσε να κάνει θρησκευτικό γάμο, ενώ μόλις 22% πολιτικό. Αν έπρεπε να επιλέξει μεταξύ θρησκευτικής ταφής και καύσης, το 60% θα διάλεγε την πρώτη κι ένα 32% τη δεύτερη. Μόλις 1% θα έστελνε το παιδί του σε εκκλησιαστικό σχολείο. Ωστόσο, το 77% δεν επιθυμεί την κατάργηση της διδασκαλίας των Θρησκευτικών στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Η αμφιθυμία που χαρακτηρίζει τους Ελληνες σε σχέση με τον θεσμό αποτυπώνεται αρκετά παραστατικά όταν κάνει κάποιος τον συνδυασμό των παραπάνω πεποιθήσεών τους.
Το Πάσχα
Στην ερώτηση «πόσο καλά γνωρίζετε τα εκκλησιαστικά κείμενα και το τελετουργικό της Μεγάλης Εβδομάδας και του Πάσχα;», το 49% των συμμετεχόντων απαντά «πολύ και αρκετά καλά» και το 50% λίγο και καθόλου. Παρ’ όλα αυτά, «ο εορτασμός του Πάσχα συμβάλλει στη διατήρηση της ελληνικής ταυτότητας και παράδοσης και στη μετάδοσή τους στις νεότερες γενιές» δηλώνει με απόλυτη βεβαιότητα το 60% και με σχετική βεβαιότητα το 22%. Τα αντίστοιχα ποσοστά το 2006 έφταναν αθροιστικά το 95% και το 2009 το 93%.