Πριν από λίγες ημέρες, παραμονές της Μεγάλης Εβδομάδας, ένας καλός φίλος ήρθε στο σπίτι μου. Κρατούσε, ως δώρο, ένα μεγάλο κουτί από σκληρό χαρτόνι, δεμένο με πλουμιστή κορδέλα και, αν ζούσαμε σε πολύ προηγούμενες δεκαετίες, θα έλεγα ότι ήταν καπελιέρα. Μέχρι που είδα στο καπάκι τη φίρμα του καταστήματος. Ενα ζαχαροπλαστείο που δεν θέλει να είναι ακριβώς ζαχαροπλαστείο αλλά, τελικά, ζαχαροπλαστείο είναι όπως και άλλα στις μέρες μας, με κάτι προθέματα πάρα πολύ της μόδας όπως hidden, ghost, mystery και conceptual. Ανοιξα το μεγάλο κουτί και μέσα υπήρχε ένα… τσουρέκι. Στρογγυλό, με μία πράσινη ύλη από πάνω – κάτι σαν βρύα – και πασπαλισμένο με ξηρούς καρπούς.
Ο φίλος, που είχε χρυσοπληρώσει το «δημιουργικό τσουρέκι» (έτσι τα λένε τώρα), μου είπε ότι ήταν γεμιστό και περιχυμένο με πάστα (ή κάπως έτσι) φιστικιού. Εφαγα ένα μικρό κομμάτι, ξεκάθαρα για λόγους ευγένειας, μούγκρισα από δήθεν γευστική ηδονή, αναφώνησα «συ – γκλο – νι – στι – κό». Το ίδιο έκαναν και δύο φίλες μου που ήταν στο σπίτι και το υπόλοιπο, πολύ παραπάνω από το μισό «δημιουργικό τσουρέκι» έμεινε στο κουτί – καπελιέρα. Και έμεινε εκεί μέχρι που ήρθε το πλήρωμα των ημερών, έγινε σαν πέτρα, η πάστα φιστικιού σαν γλίτσα και αναγκάστηκα να το πετάξω. Εγώ που τσουρέκι στο σπίτι μου κάνει – δεν κάνει δύο διανυκτερεύσεις.
Προχθές πήγα σε ένα μεγάλο ζαχαροπλαστείο, από τα παλιά και παραδοσιακά, που θέλουν όμως να «συνδυάσουν την παράδοση με τις σύγχρονες γευστικές τάσεις». Η μεγάλη βιτρίνα με τα τσουρέκια σε προκαλούσε να… τα διαβάσεις. Με μαύρη σοκολάτα, με λευκή, με σοκολάτα γάλακτος, με πραλίνα φουντουκιού, με γκανάζ, με καραμέλα, με αλατισμένη καραμέλα, με αγριοκέρασο, με ζαχαρόπαστα, με γέμιση μπουγάτσας, με καραμελωμένους ξηρούς καρπούς, με μόκα, τσουρέκι red velvet, με matcha, με γκότζι μπέρι, τσουρέκι χωρίς ζάχαρη, τσουρέκι χωρίς γλουτένη, τσουρέκι βίγκαν.
Βγήκα από το μαγαζί ζαλισμένη. Και νόμιζα ότι με καταδίωκαν μεγάλες λαμαρίνες με τσουρέκια στη σειρά, σαν αυτές που έστελνε η γιαγιά μου στον φούρνο. Οχι σε τέλεια σχήματα – η μία «κοτσίδα» μπατάριζε από ‘κει, η άλλη από ‘δω – που δεν έβγαιναν και πολύ μαστιχωτά ούτε πολύ φουσκωτά όπως των ζαχαροπλαστείων. Πιο μασίφ θα έλεγα, για να αντέχουν περισσότερη ώρα στο παπάριασμα μέσα στο πρωινό γάλα της Κυριακής του Πάσχα που, για εκείνη ειδικά την ημέρα, είχα διεκδικήσει το ελεύθερο να βάζω μία κουταλιά στιγμιαίο καφέ. Τσουρέκια, ενίοτε ελαφρώς «αρπαγμένα» στην επιφάνεια, που μύριζαν και μαχλέπι και μαστίχα αλλά, κυρίως, μύριζαν «σπιτίλα».
Ενα μεγάλο μέρος της πασχαλινής ελληνικής παράδοσης έχει να κάνει με τις γεύσεις, απόλυτα ενταγμένες κι αυτές στο τελετουργικό των ημερών που, στην πραγματικότητα δεν είναι παρά «η ιεροτελεστία της άνοιξης». Από τα ανοιξιάτικα κουκιά της Μεγάλης Παρασκευής έως τα φρέσκα κρεμμυδάκια της μαγειρίτσας την Ανάσταση, τα νωπά τυριά και τα αμνοερίφια της Κυριακής του Πάσχα.
Το «νέο» πασχαλινό τραπέζι
Τις τελευταίες δεκαετίες τα διατροφικά μας ήθη έχουν αλλάξει άρδην. Και αυτό έχει μετατοπίσει και τους κλασικούς πασχαλινούς οικογενειακούς μύθους. Πλέον δεν τσακώνονται οι συμπέθεροι για το αν έχει ψηθεί καλά το αρνί και για το πότε ακριβώς η πέτσα είναι όσο πρέπει τραγανή αλλά οι συμπεθέρες που η μία είναι βίγκαν και η άλλη κρεατοφάγος. Η πρώτη διαλέγει προσεκτικά τις πατάτες ώστε να μην έχουν ακουμπήσει στο κρέας και αποστρέφει, μετά βδελυγμίας, το βλέμμα τη στιγμή του τεμαχισμού του οβελία. Και η δεύτερη κουτσομπολεύει με τις αδελφές της την πρώτη που «ήρθε πασχαλιάτικα να μας προσβάλει που μαγειρεύαμε τρεις μέρες και δεν τρώει το ένα και το άλλο». Ασε που η 20χρονη κόρη, επίσης βίγκαν, ήθελε μαγειρίτσα με μανιτάρια αντί για εντεράκια και συκωτάκια. Υβρις.
Κι αυτό το Πάσχα θα καθίσουμε να φάμε όλοι μαζί στο τραπέζι. Θα ψιλοτσακωθούμε για το αν ήταν σωστά αβγοκομμένη η μαγειρίτσα ή όσο έπρεπε ψημένες οι πατάτες – μέσα στην παράδοση είναι κι αυτό. Κάποιος θα μεθύσει, κάτι θα γίνει που εμείς οι μεγάλοι δεν θα το προσέξουμε αλλά για τα πιτσιρίκια μας θα αποτελέσει μέρος της δικής τους πασχαλινής μυθολογίας όπως είναι για μένα τα μασίφ τσουρέκια της γιαγιάς μου.