Χαμηλώνει τους ρυθμούς ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας ο ΟΟΣΑ στη διετία, ενώ διαπιστώνει χαμηλή παραγωγικότητα και ανάγκη για μεταρρυθμίσεις, όπως στη Δικαιοσύνη, και προειδοποιεί για αποτελεσματική αξιοποίηση των πόρων από το Ταμείο Ανάπτυξης.
Για το 2024, προβλέπει ανάπτυξη 2%, χαμηλότερα από ό,τι η κυβέρνηση, ανεβάζοντας τον ρυθμό στο 2,5% το 2025. Η ανάπτυξη στηρίζεται κυρίως στην εσωτερική ζήτηση και την αύξηση των επενδύσεων από το 2024, ενώ επιταχύνεται το 2025 λόγω της μεγαλύτερης αύξησης των εξαγωγών από ό,τι των εισαγωγών. Ο πληθωρισμός προβλέπεται στο 3% το 2024 και στο 2,3% το 2025, καθώς ο δομικός παρουσιάζει αντιστάσεις. Τα πρωτογενή πλεονάσματα θα διαμορφωθούν στο 1,8% και στο 2,1% το 2024 και το 2025 αντίστοιχα, με το δημόσιο χρέος να πέφτει στο 150,5% του ΑΕΠ στη διετία.
Σύμφωνα με τον Οργανισμό, η αναπτυσσόμενη οικονομία και η περαιτέρω πρόοδος στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής θα ενισχύσουν τα έσοδα. Τα έκτακτα μέτρα στήριξης προβλέπεται να καταργηθούν, ενώ οι δαπάνες από το Ταμείο Ανάκαμψης, ύψους 1,7% του ΑΕΠ το 2024 και 2,3% του ΑΕΠ το 2025, θα στηρίξουν την αύξηση των πραγματικών επενδύσεων κατά περίπου 9% έως το 2025, υπό την προϋπόθεση ότι θα αξιοποιηθούν αποτελεσματικά.
Προτεραιότητα. Η δημοσιονομική πειθαρχία παραμένει προτεραιότητα, καθώς το υψηλό επίπεδο χρέους εκθέτει την Ελλάδα σε κινδύνους, σύμφωνα με την ετήσια έκθεση του ΟΟΣΑ. Αναφέρει ότι θα απαιτηθεί διατηρήσιμη ισχυρή οικονομική ανάπτυξη για να επιτευχθεί μείωση του χρέους ενόψει των υψηλών αναγκών σε δαπάνες. Η παραγωγικότητα παραμένει κατά ένα τρίτο χαμηλότερη από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ.
Η αποτελεσματικότερη λειτουργία του δικαστικού συστήματος, η μείωση των εναπομενουσών ρυθμιστικών επιβαρύνσεων στο λιανικό εμπόριο και τις επαγγελματικές υπηρεσίες και η παροχή περισσότερης και καλύτερης ποιότητας κατάρτισης στους ενηλίκους θα μπορούσαν να ενισχύσουν τις ιδιωτικές επενδύσεις που ενισχύουν την παραγωγικότητα. Ενα μεγάλο μέρος των δημόσιων επενδύσεων που απαιτούνται για τη στήριξη της ανάπτυξης θα πρέπει να χρηματοδοτηθεί από τον προϋπολογισμό μετά τη λήξη των Ταμείων Ανάκαμψης το 2026, ιδίως με τη συγκράτηση του μισθολογικού κόστους, τη μείωση του κατακερματισμού των δημόσιων συμβάσεων, την περαιτέρω ψηφιοποίηση και απλούστευση των δημόσιων υπηρεσιών και τη διεύρυνση του αριθμού των φορολογουμένων.