Ερευνητές του Πανεπιστημίου του Σίδνεϊ και του Πανεπιστημίου της Γενεύης ανέπτυξαν ένα νέο αντιπηκτικό φαρμάκο του οποίου η αντιθρομβωτική δράση μπορεί να σταματήσει «κατά παραγγελία».
Το νέο φάρμακο για την ανάπτυξη του οποίου καθοριστικό ρόλο έπαιξε η… μύγα τσε-τσε αναμένεται να οδηγήσει σε καινοτόμες θεραπείες που θα χρησιμοποιούνται στο χειρουργείο αλλά και μετεγχειρητικά ελαχιστοποιώντας τον κίνδυνο σοβαρής αιμορραγίας.
Φάρμακο με… διακόπτη λειτουργίας
Η ερευνητική ομάδα εφήρμοσε μια εντελώς νέα μέθοδο για την ανακάλυψη ενός «υπερμορίου» που αποτέλεσε τη βάση της καινούργιας αντιπηκτικής θεραπείας, όπως ανέφερε στο επιστημονικό περιοδικό «Nature Biotechnology».
Το νέο αντιπηκτικό συνδυάζει ένα πεπτίδιο από τη μύγα τσε-τσε – ένα έντομο που τρέφεται με αίμα – με ένα δεύτερο συνθετικό πεπτίδιο. Οι δεσμοί που συγκρατούν τα δύο πεπτίδια μαζί μπορούν να σπάσουν κατά παραγγελία, γεγονός που σημαίνει ότι η δραστική ουσία του φαρμάκου διαθέτει τον δικό της διακόπτη «on-off».
Η καινοτόμος αυτή προσέγγιση, σύμφωνα με τους επιστήμονες που βρίσκονται πίσω από την ανάπτυξή της, αναμένεται όχι μόνο να αλλάξει την πορεία των χειρουργημένων ασθενών αλλά να έχει εφαρμογή και σε άλλα πεδία όπως η ανοσοθεραπεία.
Τα μειονεκτήματα των υπαρχόντων αντιπηκτικών φαρμάκων
Τα αντιπηκτικά φάρμακα δεν είναι απαραίτητα μόνο στις περιπτώσεις χειρουργικών επεμβάσεων αλλά και για τη διαχείριση πολλών και διαφορετικών παθήσεων όπως οι καρδιοπάθειες, οι φλεβικές θρομβώσεις αλλά και τα εγκεφαλικά επεισόδια.
Ωστόσο οι υπάρχουσες θεραπευτικές επιλογές, όπως η ηπαρίνη και η βαρφαρίνη, συνδέονται με αρκετά σημαντικά μειονεκτήματα όπως η ανάγκη για συνεχή παρακολούθηση της πηκτικότητας του αίματος στους ασθενείς αλλά και ο κίνδυνος σοβαρής αιμορραγίας σε περίπτωση υπερδοσολογίας.
«Ενοχα» για πολλές εισαγωγές στα νοσοκομεία τα αντιπηκτικά
Περίπου το 15% των έκτακτων εισαγωγών στα νοσοκομεία εξαιτίας παρενεργειών φαρμάκων αφορούν επιπλοκές των αντιπηκτικών φαρμάκων. Το γεγονός αυτό υπογραμμίζει τη σημασία ανάπτυξης νέων, ασφαλέστερων και αποτελεσματικότερων θεραπειών.
Με «όπλο» την υπερμοριακή χημεία
Οπως ανέφερε ο καθηγητής Ριτς Πέιν από τη Σχολή Χημείας του Πανεπιστημίου του Σίδνεϊ, αναπληρωτής διευθυντής του Κέντρου Αριστείας ARC για τις Καινοτομίες στην Επιστήμη των Πεπτιδίων και των Πρωτεϊνών και εκ των κύριων συγγραφέων της νέας μελέτης «εφαρμόσαμε μια εντελώς καινούργια προσέγγιση για την ανάπτυξη φαρμάκων. Το αντιπηκτικό φάρμακο που αναπτύξαμε βασίζεται στην αποκαλούμενη υπερμοριακή χημεία η οποία επιτρέπει σε δύο δραστικά μόρια που καταστέλλουν την πήξη να αυτο-οργανώνονται και να συνδέονται. Η αρχιτεκτονική της συγκεκριμένης προσέγγισης επιτρέπει επίσης τη χρήση ενός αντίδοτου το οποίο μπορεί γρήγορα να διαχωρίσει τα δύο ενωμένα μόρια σταματώντας τη δράση τους. Αυτό δεν έχει επιτευχθεί ποτέ ως σήμερα σε ό,τι αφορά την ανάπτυξη φαρμάκων».
Πολύτιμη η καινοτόμος προσέγγιση και στην ανοσοθεραπεία
Από την πλευρά του ο επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας καθηγητής Νίκολας Βίνσινγκερ από το Τμήμα Οργανικής Χημείας του Πανεπιστημίου της Γενεύης σημείωσε ότι «τα ευρήματά μας μπορούν να έχουν πολύ ευρύτερη εφαρμογή εκτός από την ανάπτυξη νέων αντιπηκτικών φαρμάκων. Η υπερμοριακή προσέγγιση είναι άκρως ευέλικτη και μπορεί να προσαρμοστεί και σε άλλους θεραπευτικούς στόχους. Είναι ιδιαιτέρως υποσχόμενη μάλιστα στο πεδίο της ανοσοθεραπείας».
Υπόσχεση για ασφαλέστερες CAR-T θεραπείες
Σύμφωνα με τον καθηγητή, σε ό,τι αφορά την ανοσοθεραπεία, η υπερμοριακή προσέγγιση μπορεί να αποδειχθεί πολύτιμη στις θεραπείες CAR-T κυττάρων.
Παρότι αυτές οι θεραπείες αποτελούν μια από τις μεγαλύτερες εξελίξεις των τελευταίων ετών στη θεραπεία ορισμένων καρκίνων, η χρήση τους συνδέεται με σημαντικό κίνδυνο πρόκλησης «καταιγίδας» του ανοσοποιητικού συστήματος, μιας υπέρμετρης ανοσολογικής απόκρισης που είναι εν δυνάμει θανατηφόρα. Η ικανότητα λοιπόν ταχείας «απενεργοποίησης» της θεραπείας με ένα αντίδοτο αναμένεται να βελτιώσει την ασφάλεια αλλά και την αποτελεσματικότητα των CART-T θεραπειών.
Να σημειωθεί ότι το πεπτίδιο της μύγας τσε-τσε αναπτύχθηκε στα εργαστήρια του Πανεπιστημίου του Σίδνεϊ. Στο Πανεπιστήμιο του Σίδνεϊ διεξήχθησαν επίσης πειράματα του νέου αντιπηκτικού φαρμάκου σε δείγματα αίματος ανθρώπων και ποντικών καθώς και in vivo πειράματα σε ποντίκια.