Στις 20 Απριλίου του 1959, λίγες ημέρες πριν από το Πάσχα, η Ελληνική Βασιλική Χωροφυλακή στέλνει στη Νομαρχία Ροδόπης ένα πιστοποιητικό με την ένδειξη «απόρρητο». «Η Τέλλογλου Μακρίνα, γεννηθείσα στη Μικρά Ασία το 1891 και κατοικούσα στην Κομοτηνή, δύναται από απόψεως κοινωνικών φρονημάτων να ταξιδέψει εις Ιορδανίαν», γράφει το έγγραφο του Γραφείου Ασφαλείας. Καρφιτσωμένες μαζί με το πιστοποιητικό νομιμοφροσύνης μερικές ακόμη σελίδες, χειρόγραφες ή τυπωμένες σε μια γραφομηχανή του περασμένου αιώνα, σκιαγραφούν μια συγκινητική πορεία με φόντο την ανθρώπινη πίστη: τα καραβάνια των ελλήνων προσκυνητών στους Αγίους Τόπους μέσα από τα Γενικά Αρχεία του Κράτους.
Τα συγκεκριμένα έγγραφα, ξεχασμένα επί δεκαετίες, φυλάσσονται στα Γενικά Αρχεία του Νομού Ροδόπης και διηγούνται με γλαφυρό τρόπο ανθρώπινες διαδρομές από το παρελθόν. «Πρόκειται για αιτήσεις και δικαιολογητικά που κατατέθηκαν για τη χορήγηση ομαδικών διαβατηρίων σε προσκυνήτριες και προσκυνητές οι οποίοι επέλεξαν τις αρχαίες χερσαίες διαδρομές, πριν από 65 χρόνια, ξεκινώντας από την Κομοτηνή με προορισμό την Ιερουσαλήμ. Το ταξίδι πραγματοποιείτο μέσω Τουρκίας, Συρίας και Λιβάνου για να καταλήξει στην Ιορδανία, όπου ανήκε από το 1948 έως το 1967 ο αραβικός τομέας της παλαιάς περιτειχισμένης πόλης της Ιερουσαλήμ», λέει στα «ΝΕΑ» ο Παναγιώτης Κροκίδας, προϊστάμενος των ΓΑΚ Ροδόπης. «Ο φάκελος τράβηξε πρόσφατα την προσοχή μας στο πλαίσιο μιας εκκαθάρισης και ήταν μια ωραία υπενθύμιση. Θα πρέπει να πούμε ότι αντίστοιχοι φάκελοι ομαδικών διαβατηρίων εντοπίστηκαν στα Αρχεία μας και για χερσαία ταξίδια μουσουλμάνων από την Κομοτηνή προς τη Μέκκα της Σαουδικής Αραβίας».
Δύο αιτήσεις, χρονολογίας 1959, για την έκδοση ομαδικών διαβατηρίων, συνολικά 22 ατόμων, περιλαμβάνονται στους φακέλους των ΓΑΚ Ροδόπης. Τα ταξίδια οργανώνονται από τον Χριστιανικό Σύλλογο Κομοτηνής «Η Ορθοδοξία», έναν σύλλογο με μακρά ιστορία που δραστηριοποιείται ακόμη στην πόλη, και από τη Φιλόπτωχη Αδελφότητα Κυριών και Δεσποινίδων Σαππών, ενώ για την πραγματοποίησή τους επιστρατεύεται και το αθηναϊκό Πρακτορείο Ταξιδίων «Ορίζων», με έδρα την οδό Νίκης 14, το οποίο διατηρεί την εποχή εκείνη τοπικό πράκτορα στην Κομοτηνή. Πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων, αποδεικτικά φορολογικής ενημερότητας, βεβαιώσεις από τους οικείους δήμους, από γραφεία Στρατολογίας, από τις εργασίες των προσκυνητών για τη χορήγηση αδειών με σκοπό το ταξίδι περιλαμβάνονται στους φακέλους.
Στην πλειονότητά τους τα έγγραφα αφορούν γυναίκες. Οι περισσότερες είναι προσφυγικής καταγωγής, μεγάλης ηλικίας, με επάγγελμα «οικοκυρικά». Γεννημένες ακόμη και το 1870, αποτολμούν ένα μακρινό ταξίδι – ίσως το μοναδικό της ζωής τους εκτός συνόρων –, σπρωγμένες από μια βαθιά εσωτερική ανάγκη. Μαζί τους, λίγες ανδρικές φιγούρες, οικοδόμοι, γεωργοί, υπάλληλοι τραπέζης αλλά και γιοι που ταξιδεύουν μαζί με τις μανάδες τους. Τι να συμβόλιζε για όλους εκείνους ένα ταξίδι στους Αγίους Τόπους; Με ποια όνειρα είχαν ενδύσει αυτήν την εμπειρία ζωής;
Ομαδικά για προσκύνημα
Οι προσκυνητές του Πανάγιου Τάφου περιβάλλονταν με μεγάλο σεβασμό από την αρχαιότητα στον ελλαδικό χώρο. Οπως έχει επισημάνει ο Μανώλης Βαρβούνης, καθηγητής Λαογραφίας στο Τμήμα Ιστορίας και Εθνολογίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου της Θράκης, «από τις περιγραφές που διαθέτουμε, γνωρίζουμε ότι παλαιότερα οι χριστιανοί του ελλαδικού κορμού, των Βαλκανίων και της Μικράς Ασίας μετέβαιναν συστηματικά και ομαδικά για προσκύνημα στην Παλαιστίνη, ώστε να πάρουν τον πολυπόθητο τίτλο του “προσκυνητή”. Εφευγαν ομαδικά και πανηγυρικά από τις πατρίδες τους το φθινόπωρο, έφταναν στους Αγίους Τόπους και εόρταζαν εκεί τα Χριστούγεννα, τις υπόλοιπες εορτές του Δωδεκαημέρου, έμεναν κατά τη Σαρακοστή, κατά το Πάσχα και την πασχάλια περίοδο, και έφευγαν από την Παλαιστίνη μετά την Πεντηκοστή, επιστρέφοντας στις πατρίδες τους, με πολλά φυλακτά, δώρα και αναμνηστικά του προσκυνήματός τους. Μάλιστα, στα χωριά τους έβρισκαν πανηγυρική θρησκευτική και επίσημη υποδοχή, κάτι που υποδείκνυε τη νέα εξέχουσα θέση που λάμβαναν στην τοπική κοινωνία».
Οταν οι προσκυνητές επέστρεφαν στην πατρίδα, οι κάτοικοι του χωριού μαζί με τον ιερέα τούς υποδέχονταν έξω από το χωριό, χτυπούσαν την καμπάνα και με πομπή τούς συνόδευαν μέχρι την εκκλησία. Οι προσκυνητές έπαιρναν το τιμητικό όνομα «χατζής» για την ευλογία που αξιώθηκαν και μαζί με το όνομα άλλαζε και η ζωή τους. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες, εκτός από τη στενή σχέση που αποκτούσαν με την Εκκλησία, οι χατζήδες όφειλαν να είναι δίκαιοι – απέφευγαν τόσο πολύ την αδικία, ώστε σε ολόκληρη την υπόλοιπη ζωή τους δεν έπιαναν ζυγαριά για να ζυγίσουν ώστε να μην αδικήσουν κάποιον, ενώ λέγεται πως στις αγορές τους πάντα πλήρωναν κάτι περισσότερο από το κανονικό. Μέσα από τα τεκμήρια των ΓΑΚ, οι ευλαβείς ταξιδιώτες του 1959 αναβιώνουν μια εποχή που, χωρίς έξυπνα κινητά τηλέφωνα, χωρίς τάμπλετ και πολυτελείς ταξιδιωτικούς οδηγούς, η πορεία προς τους Αγίους Τόπους αποτελούσε ένα νέο βάπτισμα στη χριστιανική ζωή.