Εχω φίλο, σοβαρό άνθρωπο και συνειδητά άθεο ή, τέλος πάντων, αγνωστικιστή, που μου έχει εξομολογηθεί πως όταν, λίγους μήνες μετά τον θάνατο της μητέρας του, ακολούθησε, σε πόλη της περιφέρειας, την περιφορά του Επιταφίου, έκλαψε, για πρώτη φορά, με λυγμούς διότι μόνο τότε συνειδητοποίησε την απώλεια και το πένθος. Και άλλον φίλο, κομμουνιστή παλαιάς κοπής, που, μετά το «Χριστός Ανέστη» μένει στην εκκλησία έως το τέλος της λειτουργίας διότι «τότε ακούγονται τα ωραιότερα λόγια».
Εχω πολλές φορές αναρωτηθεί γιατί το Πάσχα «πιστεύουν», έστω για λίγες ώρες, ακόμη και οι άθεοι. Τι είναι αυτό που συγκινεί ακόμη και όσους δεν έχουν σχέση με την Ορθοδοξία. Πώς η ατμόσφαιρα των ημερών αναμοχλεύει το συναίσθημα χωρίς, απαραίτητα, να το συνδέει με το θρησκευτικό αφήγημα. Την απάντηση (αν και δεν είναι ούτε μία ούτε κάθετη) την αφουγκράστηκα όταν διάβασα, για πρώτη φορά τον «Κοτζάμπαση του Καστρόπυργου» του Μ. Καραγάτση, το πρώτο βιβλίο της τριλογίας με ήρωα τον Μίχαλου Ρούση.
Στην αρχή του μυθιστορήματος, τις ημέρες που υψώθηκε το λάβαρο της Επανάστασης, ο Μίχαλος, για να αποφύγει τον θάνατο, τούρκεψε. Γρήγορα όμως συνειδητοποίησε τη δυσκολία να γίνει καλός μουσουλμάνος παρόλο που ποτέ δεν υπήρξε περίφημος χριστιανός. Και λέει χαρακτηριστικά: «…Ο Ιησούς Χριστός είναι ο Θεός που σε δίδαξαν να λατρεύεις νήπιο. Και μεγάλωσες κι αντριώθηκες αν όχι μεσ’ στην πίστη του, αλλά μέσα στις εκδηλώσεις της λατρείας του. Ενα μεγάλο μέρος της ποίησης της ζωής σου – και η ποίηση είναι ευτυχία – ρυθμίστηκε πάνω στον χριστιανισμό, την οργανωμένη του σ’ Εκκλησία μορφή, τις γιορτές του, τις τελετές του, που κυβερνάν, έστω κι από συνήθεια, πολλές από τις ζωικές εκδηλώσεις των άπιστων…».
Είναι λοιπόν αυτές οι πασχαλινές τελετουργίες, εκκλησιαστικές και μη, που, ακόμη κι αν τις βγάλεις από το πλαίσιο του χριστιανισμού, σε συγκινούν όπως η πραγματική Τέχνη – άλλωστε ο πυρήνας αλλά και η απαρχή της Τέχνης είναι η τελετουργία. Δεν μπορώ, για παράδειγμα, να φανταστώ καλύτερη και πιο ουσιαστική «παράσταση» του πένθους από τον Επιτάφιο. Η μάνα που θρηνεί όχι τον Θεάνθρωπο αλλά τον γιο της, που σπαράζει όχι για τη χαμένη του σοφία αλλά για το χαμένο του κάλλος. Η αντίθεση ανάμεσα στο έαρ που σηματοδοτεί τη αναγέννηση και τον θάνατο. Και η συνήθεια, αυτή η συνήθεια που τρέφει τα χρόνια σου, οι ήχοι, οι μελωδίες και τα αρώματα της Μεγάλης Παρασκευής που δεν σε γυρνάνε απλώς στα παιδικά σου χρόνια αλλά σε κάνουν, έστω και για λίγο, να πιστεύεις ότι δεν έφυγες ποτέ από ‘κει.
Τι είναι λοιπόν το ελληνικό Πάσχα; Η αντιπαράθεση της ζωής και του θανάτου, η υπόσχεση της φύσης την ώρα του οργασμού της, το κλείσιμο του ματιού στο καλοκαίρι κι αυτή η ιστορία της σταύρωσης και της ανάστασης που ενώ την ξέρεις τόσο καλά, σε συναρπάζει σαν να την ακούς για πρώτη φορά. Τελικά, δεν νομίζω ότι πρόκειται μόνο για τη μεγαλύτερη γιορτή της χριστιανοσύνης. Είναι η γιορτή της πίστης. Σε ό,τι κι αν πιστεύεις διότι η πίστη σε κάτι είναι το σπουδαιότερο καύσιμο ζωής. Καλή Ανάσταση.