«Έδρα» των βραβείων Πούλιτζερ, το Κολούμπια συγκαταλέγεται στα καλύτερα πανεπιστήμια των ΗΠΑ.
Πάνω από εκατό κάτοχοι βραβείων Νόμπελ συνδέονται μαζί του με τον ένα ή τον άλλο τρόπο -π.χ. ως απόφοιτοι, καθηγητές ή ερευνητές.
Εξ αυτών, οι εννέα τιμήθηκαν με το Νόμπελ Ειρήνης.
Στο φόντο της συνεχιζόμενης αιματοχυσίας στη Λωρίδα της Γάζας, η πανεπιστημιούπολη του Κολούμπια στο βορειοδυτικό Μανχάταν έχει γίνει σημείο αναφοράς του διχασμού στις ΗΠΑ για τον πόλεμο, αλλά και της βίαιης καταστολής των διαμαρτυρόμενων φοιτητών.
Από εκεί ξεκίνησε το τελευταίο κύμα φοιτητικών κινητοποιήσεων και καταλήψεων υπέρ της Παλαιστίνης και της αποεπένδυσης από το Ισραήλ, το οποίο επεκτάθηκε σε άλλα πανεπιστήμια των ΗΠΑ, καθώς και σε άλλες χώρες.
Όμως οι διαμαρτυρίες στο Κολούμπια είχαν ξεκινήσει πολύ νωρίτερα από τις 18 Απριλίου, όταν οι φοιτητές έστησαν τις πρώτες σκηνές στο κέντρο της πανεπιστημιούπολης και βρέθηκαν αντιμέτωποι με την αστυνομία.
Τα πνεύματα είχαν ήδη ανάψει από τον περασμένο Νοέμβριο, περίπου στον ένα μήνα της ισραηλινής εισβολής στη Γάζα, όταν η διοίκηση του Κολούμπια αποφάσισε αναστολή της λειτουργίας δύο αντιπολεμικών φοιτητικών οργανώσεων, των Φοιτητών για Δικαιοσύνη στην Παλαιστίνη και της Εβραϊκής Φωνής για την Ειρήνη.
Το επιχείρημα ήταν ότι παραβίασαν επανειλημμένα τους κανονισμούς του πανεπιστημίου, ενόσω ο ακαδημαϊκός και πολιτικός κόσμος στις ΗΠΑ πάσχιζε να διαχειριστεί μια άβολη δημόσια συζήτηση, μετά διαμαρτυριών, για τον πόλεμο στη Γάζα.
Εν μέσω κατηγοριών για αντισημιτισμό στις πανεπιστημιουπόλεις, πολλοί μιλούσαν από τότε για ένα νέο είδος μακαρθισμού.
Ούτε δύο εβδομάδες αφότου η -γεννημένη στην Αίγυπτο- πρόεδρος του Κολούμπια, Νεμάτ Μινούς Σαφίκ, είχε αποκηρύξει τον αντισημιτισμό σε ειδική ακρόαση στην Επιτροπή Παιδείας της Βουλής των Αντιπροσώπων, έδωσε παραμονή της Πρωτομαγιάς το «πράσινο φως» για την επέμβαση της αστυνομίας, στο υπό κατάληψη εμβληματικό Χάμιλτον Χολ.
Τυχαίο ή μη, ήταν ακριβώς 56 χρόνια μετά την άγρια καταστολή κατάληψης στο Κολούμπια, το ταραγμένο 1968.
Από το Βιετνάμ, μέχρι το απαρτχάιντ
Ήταν 23 Απριλίου του 1968, λίγες ημέρες μετά τη δολοφονία του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, όταν εκατοντάδες φοιτητές στο Κολούμπια άρχισαν διαμαρτυρία για τον ρόλο των ΗΠΑ στον πόλεμο του Βιετνάμ και για τα πολιτικά δικαιώματα, καταγγέλλοντας για «ρατσιστικές πολιτικές» τη διοίκηση του πανεπιστημίου.
Απαίτησαν τη διακοπή της συνεργασίας του Κολούμπια με το Ινστιτούτο Αμυντικών Αναλύσεων, μια δεξαμενή σκέψης που συνεργαζόνταν με το αμερικανικό Πεντάγωνο.
Διαμαρτύρονταν επίσης για τα σχέδια κατασκευής ενός γυμναστηρίου σε κοντινό πάρκο, βάσει φυλετικού διαχωρισμού, με ξεχωριστές εισόδους για τους φοιτητές και για τους Αφροαμερικανούς του Χάρλεμ.
Στο πλαίσιο των φοιτητικών κινητοποιήσεων στήθηκαν σκηνές στον χώρο της πανεπιστημιούπολης και έγινε κατάληψη πέντε κτηρίων στις εγκαταστάσεις, συμπεριλαμβανομένου του Χάμιλτον Χολ.
Έξι ημέρες μετά -έπειτα από άκαρπες διαπραγματεύσεις- η διοίκηση του Κολούμπια ζήτησε την επέμβαση της αστυνομίας της Νέας Υόρκης, στις 30 Απριλίου.
Φοιτητές και υποστηρικτές τους ξυλοκοπήθηκαν άγρια.
Οι τραυματίες ξεπέρασαν τους 100 και οι συλληφθέντες τους 700.
Η χρήση υπερβολικής βίας προκάλεσε σοκ.
Όμως οι εξελίξεις δικαίωσαν όσους είχαν επιλέξει το δρόμο της διαμαρτυρίας.
Το Κολούμπια ικανοποίησε τα αιτήματά τους.
Λίγα χρόνια μετά -και πάλι έναν Απρίλιο, εκείνο του 1985- το Χάμιλτον Χολ βρέθηκε στο επίκεντρο φοιτητικών διαμαρτυριών, εν προκειμένω κατά του νοτιοαφρικανικού απαρτχάιντ.
Περίπου 100-200 φοιτητές κατέλαβαν το κτήριο, απαιτώντας από το Κολούμπια να προχωρήσει σε αποεπένδυση από εταιρείες που συνεργάζονταν με το ρατσιστικό καθεστώς.
Μετονόμασαν το Χάμιλτον Χολ -ένα νεοκλασικό κτήριο που φέρει το όνομα του Αλεξάντερ Χάμιλτον, ενός εκ των ιδρυτών «πατέρων» των ΗΠΑ- σε Μαντέλα Χολ, προς τιμήν του τότε φυλακισμένου ηγέτη της απελευθέρωσης και μετέπειτα προέδρου της Νότιας Αφρικής, Νέλσον Μαντέλα.
Οι τότε φοιτητικές κινητοποιήσεις έληξαν με πορεία στο Χάρλεμ και την ικανοποίηση από τη διοίκηση του Κολούμπια του αιτήματος για αποεπενδύσεις.
Κίνηση, που έκαναν τελικά σε σύνολο 155 πανεπιστήμια και το 1986 η ίδια η κυβέρνηση των ΗΠΑ.
Επαναπροσδριορίζοντας τον «αντισημιτισμό»
«Όταν πηγαίνεις στο Κολούμπια, ξέρεις ότι πηγαίνεις σε ένα ίδρυμα που έχει τιμητική θέση στην ιστορία της αμερικανικής διαμαρτυρίας», λέει στο πρακτορείο AP ο Μαρκ Νέιζον, που συμμετείχε ως φοιτητής στις κινητοποιήσεις του 1968 και σήμερα είναι καθηγητής Ιστορίας και Αφροαμερικανικών σπουδών στο Πανεπιστήμιο Φόρντχαμ, στη Νέα Υόρκη.
«Όποτε υπάρχει ένα κίνημα, ξέρεις ότι το Κολούμπια θα είναι εκεί».
Στο αμερικανικό Κογκρέσο, ωστόσο, εντείνονται οι κινήσεις για την επιβολή αυστηρών περιορισμών.
Από τα τέλη του 2023 η -υπό ρεπουμπλικανική προεδρία- Επιτροπή Παιδείας της Βουλής των Αντιπροσώπων έρευνα εάν τα αμερικανικά εκπαιδευτικά ιδρύματα λαμβάνουν επαρκή μέτρα για την προστασία των φοιτητών από τη ρητορική μίσους.
Στην πραγματικότητα, στο επίκεντρο έχει τον αντισημιτισμό.
Οι ακροάσεις έχουν ήδη οδηγήσει σε παραίτηση τις προέδρους του Χάρβαρντ και του Πανεπιστημίου της Πενσιλβάνια, προκαλώντας αναβρασμό την ακαδημαϊκή κοινότητα των ΗΠΑ.
Τώρα, ωστόσο, με διακομματική στήριξη προωθείται στο Κογκρέσο νομοσχέδιο για «σαφή ορισμό του αντισημιτισμού» στην αμερικανική νομοθεσία.
Εγκρίθηκε ήδη ανήμερα της Πρωτομαγιάς από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, με ψήφους 320 υπέρ έναντι 91 κατά.
Σε μια σπάνια σύμπλευση, η πλειοψηφία των Δημοκρατικών βουλευτών συντάχθηκε με τους Ρεπουμπλικάνους.
Προς τέρψη και του ισχυρού εβραϊκού λόμπι στις ΗΠΑ, πρακτικά υιοθετεί τον γενικόλογο ορισμό του αντισημιτισμού που προτείνει η Διεθνής Συμμαχία για τη Μνήμη του Ολοκαυτώματος (IHRA).
Τον περιγράφει ως «συγκεκριμένη αντίληψη για τους εβραίους, που μπορεί να εκδηλώνεται ως έκφραση μίσους» εναντίον τους, με «ρητορικές και έμπρακτες εκδηλώσεις» που «στρέφονται εναντίον εβραίων ή μη εβραίων ή/και της περιουσίας τους, ιδρυμάτων της εβραϊκής κοινότητας και θρησκευτικών χώρων».
Εφόσον το εν λόγω νομοσχέδιο γίνει νόμος -με την έγκριση και της Γερουσίας- το αμερικανικό υπουργείο Παιδείας θα μπορεί να προχωρήσει στη διακοπή χρηματοδότησης εκπαιδευτικών ιδρυμάτων.
Οι επικριτές του καταγγέλλουν παραβίαση της 1ης Τροπολογίας του αμερικανικού Συντάγματος περί ελευθερίας της έκφρασης και ωμή προσπάθεια φίμωσης κάθε κριτικής στο Ισραήλ.