Από τις δύο πρόσφατες εθνικές τραγωδίες – η έκφραση ακούγεται μεγαλόστομη, αλλά ακριβολογεί –, το Μάτι και τα Τέμπη, στην πρώτη υπάρχει μεγαλύτερη αίσθηση ότι ο αριθμός των θυμάτων θα μπορούσε – θα έπρεπε – να είναι μικρότερος και ότι οι ολιγωρίες των «υπευθύνων» ήταν περισσότερες και σοβαρότερες. Η δικαστική ετυμηγορία αυτών των ημερών όχι μόνο δεν ανταποκρίθηκε σε αυτή την αίσθηση, αλλά αδίκησε, σε κάποιο βαθμό ευτέλισε, τα γεγονότα, τα θύματα και την απόλυτα δικαιολογημένη προσμονή για κάθαρση. Γιατί ναι μεν «ο λαός δεν δικάζει», αλλά δεν είναι «λαϊκισμός», όπως βιάστηκε να πει η Ενωση Δικαστών και Εισαγγελέων, η συλλογική επιθυμία αντιστοίχισης μιας δικαστικής κρίσης με τη σημασία των υπό εξέταση γεγονότων και πράξεων. Ισχύει ότι οι δικαστές δικάζουν με βάση τον νόμο, τον οποίο δεν διαμορφώνουν οι ίδιοι, αλλά, στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι δικαστές, και όχι ο νόμος, είναι εκείνοι που έκριναν ότι οι κατηγορούμενοι έπρεπε να κατηγορηθούν μόνο για πλημμελήματα, ότι ένας μεγάλος αριθμός κατηγορουμένων έπρεπε να αθωωθεί και, κυρίως, ότι όλες οι ποινές έπρεπε να μετατραπούν σε χρηματικές. Η «τιμολόγηση» τόσων, και τέτοιων, θανάτων αποτελεί ύβριν, που κανένα δικαστήριο δεν δικαιούται να αγνοεί. Κρίση επί της συγκεκριμένης δικαστικής κρίσης, συνεπώς, είναι όχι μόνο δυνατή, αλλά επιβεβλημένη.
Η απόφαση για το Μάτι, και η δημόσια συζήτηση την οποία πυροδότησε, φέρνει στην επιφάνεια τρεις γενικότερες ασυμμετρίες. Μεταξύ «τιμωρητικής φιλοσοφίας» ενός ποινικού νόμου και λογικής, ή εξορθολογισμού, ενός ολόκληρου ποινικού συστήματος. Μεταξύ νομοθετικής κινητικότητας στο πεδίο της ποινικής δικαιοσύνης, εκ μέρους τόσο της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ όσο και της παρούσας κυβέρνησης, και (αν)αποτελεσματικότητας της ελληνικής Δικαιοσύνης: η δίκη για το Μάτι ολοκληρώθηκε, σε πρώτο βαθμό, έξι χρόνια μετά τα γεγονότα, διήρκεσε 19 μήνες, χρειάστηκε ειδική παρέμβαση για να «καθαρογραφεί» η απόφαση, ώστε να μην παραγραφούν τα αδικήματα, και προαναγγέλθηκε ήδη η ανατροπή της. Και μεταξύ ψυχολογικής στάσης γύρω από γεγονότα όπως το Μάτι, και τα Τέμπη, και πραγματικής συμβολής σε αλλαγές ουσίας.
Ως προς το νομοθετικό περιβάλλον, αποτελεί αντικειμενικό γεγονός ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, με τον νόμο 4619/2019, τον ύστατο εκείνης της θητείας, που ψηφίστηκε μόλις πριν διαλυθεί η Βουλή, άλλαξε προς το επιεικέστερο, στο πλαίσιο της γενικότερης «φιλοσοφίας» της, τον Ποινικό Κώδικα. Σε σχέση με το Μάτι, κρίσιμες ήταν οι αλλαγές στις διατάξεις για την ανθρωποκτονία από αμέλεια (άρθρο 302) και για το «κατώφλι» έκτισης των ποινών, ειδικά δε εκείνων που επιβάλλονται για «φαινομενική συρροή» (άρθρο 94 ΠΚ), δηλαδή όταν με μια «αμελή πράξη» επέρχονται πολλές παράνομες συνέπειες – στο Μάτι: φρικτοί θάνατοι. Ομως δεν υπάρχει δικαιοσύνη χωρίς συσχέτιση των ποινών με την απαξία των πράξεων και, κυρίως, δεν υπάρχει δικαιοσύνη όταν επιβάλλονται ποινές που, συστηματικά και προγραμματικά, δεν εκτίονται.
Φοβούμαι ότι το πρόβλημα δεν λύνει η πολύ αυστηρότερη νομοθέτηση της παρούσας κυβέρνησης, ούτε ο πρόσφατος «νόμος Φλωρίδη» (5090/2024). Σημαντικό είναι, επίσης, η ελληνική κοινωνία και το ελληνικό πολιτικό σύστημα να μη συγκινούνται μόνον εκ των υστέρων, αλλά να πάρουν μέτρα για να μειωθούν οι πιθανότητες να υπάρξουν κι άλλα Μάτια και Τέμπη. Η απρεπέστατη παρέμβαση της πρώην περιφερειάρχου Αττικής και η στήριξη από το κόμμα της και από τους οπαδούς του, μάς θύμισαν ότι, από πλευράς αυτογνωσίας και βούλησης για βελτίωση, βρισκόμαστε, κυριολεκτικά, στο σημείο μηδέν.