«Ομορφο θέαμα»: έτσι χαρακτήρισε ο Ντόναλντ Τραμπ την έφοδο που πραγματοποίησε το βράδυ της Τρίτης η αστυνομία της Νέας Υόρκης στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια, κατόπιν αιτήματος της πρυτανικής Αρχής, προκειμένου να απομακρύνει τους φιλοπαλαιστίνιους διαδηλωτές που είχαν καταλάβει ένα κτίριο.
Αντίστοιχα συναισθήματα θα προκάλεσε, το δίχως άλλο, στον Ρεπουμπλικανό πρώην πρόεδρο και υποψήφιο επόμενο πρόεδρο των ΗΠΑ και το θέαμα των εκατοντάδων αστυνομικών που επέδραμαν χθες, μέσα στη νύχτα, στο UCLA, στο Λος Αντζελες, προκειμένου να διαλύσουν τον φιλοπαλαιστινιακό καταυλισμό που είχε δεχθεί, ένα 24ωρο νωρίτερα, επίθεση από φιλοϊσραηλινούς αντιδιαδηλωτές.
Εξι μήνες πριν από τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές, Τραμπ και Σία προσπαθούν να εκμεταλλευτούν την αναταραχή που έχει πυροδοτήσει ο πόλεμος στη Γάζα στις αμερικανικές πανεπιστημιουπόλεις προκειμένου να παρουσιάσουν τον Τζο Μπάιντεν ως έναν αδύναμο ηγέτη, ανήμπορο να επιβάλει τον νόμο και την τάξη σε μία Αμερική που έχει βγει εκτός ελέγχου.
Από την πλευρά του, ο Δημοκρατικός πρόεδρος των ΗΠΑ παλεύει να ισορροπήσει ανάμεσα στην καταγγελία των διαμαρτυριών που ξεφεύγουν από τα όρια, και τη μη αποξένωση των νεαρών προοδευτικών ψηφοφόρων τους οποίους χρειάζεται να προσέλθουν, τον Νοέμβριο, στις κάλπες.
Χθες, σε διάγγελμά του, τόνισε ότι η ελευθερία του λόγου και το κράτος δικαίου θα πρέπει να γίνονται σεβαστά.
«Δεν είμαστε ένα αυταρχικό κράτος που φιμώνει τους ανθρώπους και καταστέλλει τη διαφωνία», είπε, «αλλά δεν είμαστε ούτε μια άναρχη χώρα. Πρέπει να επικρατήσει η τάξη», τόνισε για να απαντήσει αρνητικά όταν ρωτήθηκε εάν θα πρέπει να παρέμβει η εθνοφρουρά για να καταστείλει τις διαδηλώσεις.
Οσο για τους αναλυτές, αυτοί προσπαθούν περισσότερο να καταλάβουν τι έκανε τη Γενιά Ζ των ΗΠΑ να εξεγερθεί.
Είναι μία γενιά που – όπως έχουν δείξει πολλές έρευνες – ξεχωρίζει για την απαισιοδοξία της, τόσο για τη δική της ζωή όσο και για το μέλλον του κόσμου συνολικά. Νέοι 18-27 χρόνων, στους οποίους η πανδημία ενίσχυσε τάσεις που ήδη υπήρχαν: χρόνια απομόνωση, έλλειψη κοινωνικής αλληλεπίδρασης, τάση να δαπανάται υπερβολικά πολύς χρόνος online… Νεαροί Αμερικανοί που βγήκαν από τις πιο σκοτεινές ημέρες της πανδημίας για να δουν τον πληθωρισμό να φτάνει σε ρεκόρ 40ετίας, το δικαίωμα στην άμβλωση να ακυρώνεται από το Ανώτατο Δικαστήριο, πολέμους να ξεσπούν και να μαίνονται στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή.
Οι μόνες πολιτικές μνήμες που έχουν, είναι ακραία πόλωση και προειδοποιήσεις για το επαπειλούμενο τέλος των πάντων, από την αμερικανική δημοκρατία μέχρι τον πλανήτη συνολικά. Και όλη αυτή την αναταραχή, την παρακολουθούν στα σόσιαλ μίντια, ενίοτε συνοδεία σκληρότατων εικόνων ή / και καταστροφολογικής φρασεολογίας.
Αυτή η γενιά, που νιώθει περισσότερο απογοητευμένη από οποιαδήποτε άλλη γενιά πριν από αυτή, πρωταγωνιστεί σε αυτό που περιγράφεται ως το πιο σημαντικό, ενδεχομένως, φοιτητικό κίνημα μετά τις διαμαρτυρίες κατά του Βιετνάμ στα τέλη της δεκαετίας του 1960.
Ολα ξεκίνησαν στις 17 Απριλίου, από το πανεπιστήμιο Κολούμπια, όταν φοιτητές έστησαν σκηνές στο κέντρο της πανεπιστημιούπολης, σε ένδειξη αλληλεγγύης προς τους Παλαιστινίους της Γάζας. Μία ημέρα αργότερα, επενέβη η αστυνομία, συνελήφθησαν περισσότερα από 100 άτομα.
Εκτοτε, οι διαμαρτυρίες έχουν επεκταθεί σε δεκάδες αμερικανικά πανεπιστήμια. Τα αιτήματα των φοιτητών κάποιες φορές διαφοροποιούνται, κατά κανόνα ωστόσο ζητούν άμεση κατάπαυση του πυρός στη Γάζα, τερματισμό της αμερικανικής στρατιωτικής βοήθειας προς το Ισραήλ καθώς και διακοπή κάθε σχέσης ανάμεσα στα πανεπιστήμιά τους και εταιρείες οι οποίες σχετίζονται, άμεσα ή έμμεσα, με τον ισραηλινό στρατό. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Associated Press, από τις 18 Απριλίου η αστυνομία έχει πραγματοποιήσει τουλάχιστον 38 εφόδους, συλλαμβάνοντας περισσότερα από 1.600 άτομα σε 30 διαφορετικά πανεπιστήμια.
Οι Αρχές δικαιολογούν κατά κανόνα τη στάση αυτή καταγγέλλοντας «διείσδυση επαγγελματιών διοργανωτών, χωρίς σχέση με το πανεπιστήμιο», «καταστροφές», καθώς και «βίαιες αντισημιτικές ύβρεις». Από την άλλη πλευρά, έχει καταγραφεί επανειλημμένως ισχυρή παρουσία εβραίων φοιτητών ανάμεσα στους διαμαρτυρόμενους, και πολλοί συμμερίζονται την άποψη της Νάντια Ελ Χατζ, καθηγήτριας ανθρωπολογίας στο Κολούμπια, ότι «η καταγγελία περί αντισημιτισμού εργαλειοποιείται ώστε να απαγορεύεται κάθε φιλοπαλαιστινιακός λόγος».
Στο μυαλό του Ντόναλντ Τραμπ – ο οποίος τρίβει σίγουρα τα χέρια του ενθουσιασμένος που η προσοχή του κόσμου έχει απομακρυνθεί από τη δίκη του – όλα είναι απλά: οι διαδηλωτές είναι όλοι «λυσσασμένοι παράφρονες και συμπαθούντες τη Χαμάς».
Στον πραγματικό, περίπλοκο κόσμο, πολλοί φοιτητές νιώθουν γνήσια εξοργισμένοι από τους 34.600 θανάτους και την κλίμακα της καταστροφής στη Γάζα – για αρκετούς από αυτούς, ωστόσο, το πρόβλημα δεν είναι μόνο ο πόλεμος στη Γάζα αλλά και οι ανισότητες, ο ρατσισμός, η κλιματική αλλαγή.
Ο δημοσιογράφος των «New York Times» Τζέρεμι Πίτερς μίλησε την τελευταία εβδομάδα με δεκάδες διαμαρτυρόμενους φοιτητές σε ολόκληρες τις ΗΠΑ και εκείνο που του έκανε εντύπωση ήταν το ευρύ φάσμα μέσα από το οποίο βλέπουν τον πόλεμο στη Γάζα – ένα φάσμα που εξηγεί, ακριβώς, τη σπουδαιότητα την οποία δίνουν στο θέμα αλλά και το πείσμα τους.
Η Ιφε Τζόουνς, πρωτοετής φοιτήτρια στο πανεπιστήμιο Εμορι της Ατλάντας, συνέδεσε τον σημερινό ακτιβισμό της με το κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα της δεκαετίας του 1960, στο οποίο είχε συμμετάσχει η οικογένειά της. «Το μόνο που λείπει είναι τα σκυλιά και το νερό», σχολίασε αναφερόμενη στην αντίδραση των Αρχών.