Σε χαμηλά ποσοστά βρίσκεται η ενεργειακή αναβάθμιση των κατοικιών στην Ελλάδα καθώς σχεδόν τα εννέα στα δέκα νοικοκυριά φάνηκαν μάλλον απρόθυμα την τελευταία πενταετία να προχωρήσουν στις αναγκαίες παρεμβάσεις για την αναβάθμιση των σπιτιών τους.
Μπορεί τα προγράμματα του «Εξοικονομώ» να είχαν μεγάλη ζήτηση, ωστόσο, όπως δείχνουν οι αριθμοί, ένα μεγάλο ποσοστό των νοικοκυριών είτε δεν μπόρεσε να συμμετάσχει είτε δεν είχε τα χρήματα για τη δική του συμμετοχή είτε δεν πληρούσε τα κριτήρια, με αποτέλεσμα να μην προχωρήσει σε καμία εργασία. Υπάρχει και ένα ποσοστό των κατοικιών που είναι νέες κατοικίες και δεν χρειάζονται καμία ενεργειακή αναβάθμιση.
Σύμφωνα με στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής και της έρευνας Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών (European Union – Statistics on Income and Living Conditions / EU – SILC), το μεγαλύτερο ποσοστό του συνολικού πληθυσμού (88%) της χώρας δήλωσε τη χρονιά που πέρασε ότι δεν έχει πραγματοποιήσει καμία βελτίωση στην κατοικία τα τελευταία πέντε χρόνια που αφορά τη θερμομόνωση ή το σύστημα θέρμανσης. Οι απαντήσεις παρουσιάζουν αποκλίσεις μεταξύ των φτωχών και των μη φτωχών νοικοκυριών, με τα περισσότερα που δεν έχουν προχωρήσει σε καμία εργασία ενεργειακής αναβάθμισης να είναι τα φτωχά νοικοκυριά (91,2%).
Αναφορικά με τις βελτιώσεις που έκαναν όσοι απάντησαν θετικά, η αντικατάσταση ή η ενίσχυση του συστήματος θέρμανσης εμφανίζει το μεγαλύτερο ποσοστό στο σύνολο (9,5%) και ακολουθούν η αντικατάσταση των τζαμιών με διπλά ή τριπλά και η βελτίωση της θερμομόνωσης στους εξωτερικούς τοίχους, τη στέγη, το δάπεδο, με τα πιο ευκατάστατα νοικοκυριά να έχουν προχωρήσει στις σχετικές παρεμβάσεις την τελευταία πενταετία. Σύμφωνα με τα στοιχεία, είναι ενδεικτικό της ενεργειακής εικόνας των κατοικιών ότι στον συνολικό πληθυσμό (φτωχών και μη φτωχών νοικοκυριών) σχεδόν το ένα στα δύο νοικοκυριά δεν διαθέτει διπλούς υαλοπίνακες (τζάμια) στα κουφώματα, ενώ μόλις το 1,6% διαθέτει στην κατοικία του τριπλούς ή πιο ενισχυμένους υαλοπίνακες.
Αναφορικά με την επάρκεια του συστήματος θέρμανσης και της θερμομόνωσης για να διατηρήσουν ζεστή την κατοικία τους, σχεδόν το 30% απάντησε αρνητικά, με το ποσοστό για τον φτωχό πληθυσμό να ανέρχεται στο 53,1%. Οσο για το εάν οι κατοικίες διαθέτουν σύστημα ψύξης και μόνωση, το 71,2% δήλωσε ότι διαθέτει σύστημα ψύξης και μόνωση για να διατηρήσει δροσερή την κατοικία του, όμως για τον φτωχό πληθυσμό το αντίστοιχο ποσοστό ανέρχεται σε 52,4%.
Πηγές θέρμανσης. Σε σχέση με την κύρια πηγή ενέργειας του συστήματος θέρμανσης που χρησιμοποίησαν τα ελληνικά νοικοκυριά το 2023, το 46,6% χρησιμοποίησε σύστημα κεντρικής θέρμανσης (καλοριφέρ πετρελαίου ή φυσικού αερίου), το 48,1% κάποιο σύστημα ατομικής θέρμανσης (σόμπες ξύλου ή υγραερίου, ηλεκτρικά κλιματιστικά, θερμοσυσσωρευτές, ατομικοί λέβητες πετρελαίου), το 4,2% χρησιμοποίησε κάποια μη σταθερή συσκευή θέρμανσης (ηλεκτρικό καλοριφέρ, αερόθερμο, σόμπα αλογόνου κ.λπ.). Μόνο το 0,4% χρησιμοποιεί τηλεθέρμανση, ενώ υπάρχει και το 0,8% των Ελλήνων που διαβιοί σε κατοικία που δεν θερμαίνεται. Οσο για τις δυνατότητες που έχουν τα νοικοκυριά με βάση την οικονομική τους κατάσταση, σχεδόν τέσσερα στα δέκα (38,7%) του φτωχού πληθυσμού χρησιμοποιούν σύστημα κεντρικής θέρμανσης, το 53,9% ατομική θέρμανση, το 6,0% μη σταθερή θέρμανση, το 0,2% τηλεθέρμανση, ενώ το 1,3% διαβιοί σε κατοικία που δεν θερμαίνεται. Στην Αττική περίπου τέσσερις στις δέκα κατοικίες κατασκευάστηκαν πριν από το 1980 και στερούνται των βασικών προδιαγραφών μόνωσης.