Η πρωτόδικη δικαστική απόφαση για τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι γέννησε εύλογες ερωτήσεις και άνοιξε ενδιαφέρουσες συζητήσεις για τη δικαιοσύνη. Οχι μόνο ή όχι τόσο για την κρίση του δικαστηρίου, που ορθώς επισημαίνεται ότι σε μεγάλο βαθμό δεσμεύεται από την εσπευσμένη αλλαγή του Ποινικού Κώδικα από τον ΣΥΡΙΖΑ, το 2019, λίγο πριν διαλύσει τη Βουλή και πάει τη χώρα σε εκλογές. Αλλά κυρίως για τον τρόπο με τον οποίο το νομικό πλαίσιο έχει καταστεί αναντίστοιχο με τα πραγματικά προβλήματα και, ιδίως, την αντιμετώπιση από τον νόμο της αμέλειας, η οποία, όπως επισημαίνει σε ένα υποδειγματικά διαφωτιστικό άρθρο του στο «ΒΗΜΑ» ο καθηγητής Σπύρος Βλαχόπουλος, τείνει να καταλάβει την πρώτη θέση του ποινικού ενδιαφέροντος.
Ο Σπύρος Βλαχόπουλος τονίζει ότι ο νόμος απέναντι σε πρόκληση θανάτων από αμέλεια είναι ιδιαίτερα επιεικής. Και όσοι ευθύνονται για θανατηφόρα αμέλεια συνήθως καταλήγουν με εξαγοράσιμη ποινή που έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα. Αντίθετα, ο νόμος είναι πολύ πιο αυστηρός για οικονομικά εγκλήματα και όσοι καταδικάζονται σχετικά οδηγούνται στη φυλακή. Ο συσχετισμός αυτός οδηγεί τον καθηγητή στο συμπέρασμα ότι οι αξίες έχουν αντιστραφεί, ότι το οικονομικό στοιχείο μοιάζει να υπερέχει και της ανθρώπινης ζωής η οποία, τουλάχιστον όπως αυτό καθρεφτίζεται στον νόμο, δεν είναι πιο ψηλά στην κλίμακα των αξιών.
Αν το ποινικό δίκαιο καθρεφτίζει την κλίμακα των αξιών της κοινωνίας μας, η διαπίστωση του Σπύρου Βλαχόπουλου αρκεί για να κατανοήσουμε τι μας συμβαίνει. Κατά τη γνώμη μου, όμως, το πρόβλημα δεν είναι απλώς κοινωνικό. Είναι και πολιτικό. Ο ποινικός κώδικας δεν άλλαξε ικανοποιώντας ένα κοινωνικό αίτημα – δεν μπορεί η κοινωνική πλειοψηφία να αποδέχεται ότι κάποιος ασυνείδητος οδηγός μπορεί π.χ. να γκαζώνει στην παραλιακή και να σκοτώνει σχεδόν ατιμωρητί έναν ανυποψίαστο διαβάτη, που θα μπορούσε να ήταν καθένας από μας. Η αλλαγή του ποινικού κώδικα ήταν η κατακλείδα μιας διακυβέρνησης ιδιαίτερα περίεργης, που αυτοπροσδιορίστηκε ως αριστερή.
Η επιείκεια του ποινικού κώδικα του ΣΥΡΙΖΑ μας έλεγαν ότι πήγαζε από γραφειοκρατικούς λόγους (την αποσυμφόρηση των φυλακών) και από ιδεολογικούς – από ένα, εμπνευσμένο από τον Μισέλ Φουκό, σύστημα δικαιοσύνης που τείνει να μειώσει την «επιτήρηση», επειδή γενικώς ο σωφρονισμός και η τιμωρία είναι «καθυπόταξη των σωμάτων» και «έλεγχος των ανθρώπινων πολλαπλοτήτων» (Μισέλ Φουκό, «Επιτήρηση και τιμωρία», Πλέθρον, 2011). Η ιδεολογική επίδραση της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ ήταν περισσότερο επιδραστική απ’ όσο πίστεψε και η ΝΔ.
Οσο για την εκτόπιση της ανθρώπινης ζωής από την κλίμακα των αξιών, ακόμα κι αν μοιάζει στάση εμπνευσμένη από τον Φουκό, στην ουσία είναι αποτέλεσμα του πολιτικού κυνισμού του ΣΥΡΙΖΑ, ως εξουσιαστικού συστήματος. Στην πραγματικότητα, η ποινική ελάφρυνση της αμέλειας συμβαδίζει με την υποβάθμιση της ατομικής ευθύνης ως στάσης ζωής. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θέλησε ένα κράτος με υπεύθυνους πολίτες. Του αρκούσε ένα κράτος – κι από κάτω χειροκροτητές και ψηφοφόροι. Απλώς, δεν ήξερε πώς κρατιέται το κράτος στη δημοκρατία.
Η στάση του ΣΥΡΙΖΑ στο έγκλημα της Μαρφίν (το Πάσχα είχαμε τη δέκατη τέταρτη επέτειο) συμβαδίζει με τη στάση του στην τραγική πυρκαγιά στο Μάτι. Υπάρχουν νεκροί που συμφέρουν και νεκροί που δεν συμφέρουν. Τους πρώτους τους οικειοποιούμαστε, τους δεύτερους τους κρύβουμε. Απλά πράγματα, χύμα. Οι αξίες ήταν πάντα εργαλεία στη μεγάλη-αφήγηση-προς-τα-μπρος, άρα μπορούν να περιμένουν.