«Χθες ένα παιδί βγήκε έξω να ανακαλύψει τον κόσμο, έπιασε μια λιβελούλα και την έβαλε σ’ ένα κουτί, τρόμαξε που ο ουρανός γέμισε κεραυνούς, έκλαψε όταν τ’ αστέρια έπεφταν στη γη. Και οι εποχές πάνε γύρω γύρω, και τα ξύλινα αλογάκια πάνε πάνω-κάτω, κι είμαστε όλοι παγιδευμένοι στο καρουζέλ του χρόνου. Δεν μπορούμε να γυρίσουμε πίσω, μόνο να κοιτάξουμε εκεί απ’ όπου ήρθαμε. Και να πηγαίνουμε γύρω γύρω, γύρω γύρω, στο παιχνίδι των κύκλων». Το τραγούδι («The circle game») γράφτηκε από την Τζόνι Μίτσελ το 1966, αλλά πολλοί το θυμούνται από την ταινία «Φράουλες και αίμα» («The Strawberry Statement», 1970) που βασιζόταν χαλαρά στο ομώνυμο βιβλίο του Τζέις Σάιμον Κούνεν για τις καθιστικές διαμαρτυρίες του 1968 στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης – και την κατάληξή τους με τη βίαιη απομάκρυνση των φοιτητών από την αστυνομία. Εκείνη τη χρονιά οι φοιτητικές διαδηλώσεις, εξεγέρσεις και καταλήψεις είχαν φουντώσει στην Αμερική και αλλού στον κόσμο για τον πόλεμο στο Βιετνάμ και τον ρατσισμό και όσοι ήταν νέοι τότε πίστεψαν ότι «κάτι αλήθεια συμβαίνει εδώ» όπως τραγούδησε, την επόμενη χρονιά, ο Διονύσης Σαββόπουλος.
Συμβαίνει αλήθεια κάτι εδώ;
Ο οικονομολόγος Αρνολντ Κλινγκ προτείνει στο βιβλίο του (The Three Languages of Politics) ως «διάγνωση» της διαφοράς μεταξύ προοδευτικών και συντηρητικών το ότι οι προοδευτικοί βλέπουν τον κόσμο σαν έναν αγώνα ανάμεσα στον καταπιεστή και τον καταπιεζόμενο και προσπαθούν να βοηθήσουν τον δεύτερο, ενώ οι συντηρητικοί βλέπουν τον κόσμο σαν έναν αγώνα ανάμεσα στον πολιτισμό-τάξη και τη βαρβαρότητα-χάος και προσπαθούν να προστατεύσουν τον πρώτο. Για έναν/μια πρύτανη ενός πανεπιστημίου που στοχεύει στη διαμόρφωση σκεπτόμενων ανθρώπων, για τους καθηγητές και τους γονείς τους, για όλους εμάς που επιθυμούμε ένα μέλλον με σκεπτόμενους ανθρώπους, πολιτισμός δεν είναι η βοήθεια των όποιων καταπιεζόμενων; Βαρβαρότητα δεν είναι τα απανταχού εγκλήματα;
Η ελευθερία του λόγου, συνταγματικά προστατευμένη στις ΗΠΑ, είναι, πάλι, ο κεραυνός που γεμίζει τον ουρανό. Ολοι φυσικά δηλώνουν υπέρ της, αλλά τα αλογάκια του καρουζέλ τρέχουν πάνω-κάτω φοβισμένα: είναι οι τόσες ευκαιρίες που δίνει σε τόσο πολλούς να τη βαφτίσουν με βολικά ονόματα και να τη χρησιμοποιήσουν με ωφέλιμους για αυτούς τρόπους στις επερχόμενες (τρομακτικές) αμερικανικές εκλογές· και είναι ότι συγκρούεται με άλλες θεμελιώδεις αξίες, όπως η εντεταλμένη υποχρέωση ενός πανεπιστημίου να εξασφαλίζει προστασία σε όλους τους φοιτητές του: Εβραίους, μουσουλμάνους κ.λπ. «Θα πρέπει να ήταν εξίσου δυσάρεστο να ήσουν αμερικανός φοιτητής στα αγγλικά πανεπιστήμια κατά τον πόλεμο του Βιετνάμ ή ρώσος φοιτητής στο Κολούμπια την άνοιξη και το καλοκαίρι του 2022» παρατηρεί ο Μαρκ Μαζάουερ («Financial Times», 27/4/2024 ). Ναι, η ελευθερία του λόγου είναι ζόρικη, αλλιώς δεν θα ασχολούμασταν μαζί της. Και, ναι, ολόγυρά της χορεύουν και η άγνοια, η σκοπιμότητα, μια αφέλεια ή μια επιπολαιότητα – ολόγυρά της χορεύει ξανά, πάντα, η νιότη.
Είναι ωραίο να είσαι νέος και να είναι άνοιξη και να διαμαρτύρεσαι για κάτι που πιστεύεις, για ένα ιδεώδες που σου φαίνεται αυτονόητο, για μια αδικία που δεν αντέχεις να υπάρχει στον κόσμο. Μπορούμε εμείς οι μεγάλοι να χλευάζουμε τα εύκολα λόγια, τα τραγούδια και τα συνθήματα, αλλά υπάρχει κάτι που κανένας μας δεν επιτρέπεται να θέλει: μια νέα γενιά που αισθάνεται ανήμπορη. Παθητική, ηττημένη, παραιτημένη θεατής όλων των αδικιών και εγκλημάτων αυτού του κόσμου.
Τον Απρίλιο του 1967 ο αντιπρύτανης του Πανεπιστημίου Κολούμπια δήλωνε στην εφημερίδα των φοιτητών ότι «Ενα πανεπιστήμιο δεν είναι ένα δημοκρατικό ίδρυμα. Το τι ψηφίζουν οι φοιτητές για οποιοδήποτε θέμα έχει τόση σημασία για εμένα όσο αν τους αρέσουν οι φράουλες». Σήμερα ο Μαζάουερ αναρωτιέται, «Μα όλοι αυτοί οι φοιτητές δεν κάνουν ακριβώς αυτό που τους μάθαμε να κάνουν;». Να κοιτούν με μάτια κι αφτιά ορθάνοιχτα τον κόσμο που παραλαμβάνουν και να αναρωτιούνται, να παρεμβαίνουν, να μην ανέχονται. Τους θέλουμε να τα μαθαίνουν όλα, εκτός από εκείνο το μάθημα που μάθαμε κάποιοι μεγάλοι: ότι γίνονται εγκλήματα και δεν μπορείς να κάνεις τίποτα.