Αν παρατηρεί κανείς με προσοχή και με μια σχολαστική ενδεχομένως διάθεση τα γεγονότα που εξελίσσονται καθημερινώς γύρω του και είναι σε θέση να διακρίνει τις ομοιότητες ανάμεσα σε μεμονωμένα άτομα, κοινωνικές ομάδες και κόμματα – κυρίως αυτά – με ένα εντελώς διαφορετικό μορφωτικό επίπεδο και ιδεολογικό προσανατολισμό, θα καταλήξει, εκ των πραγμάτων, σε μερικά πολύ ενδιαφέροντα συμπεράσματα σε σχέση με τον τρόπο που συγκροτείται μια «συνείδηση» προορισμένη να ασκείται, σκόπιμα θα έλεγε κανείς, στην εθελοτυφλία. Από τα πιο απλά ως τα πιο σύνθετα, λατρεύουμε να αναβάλλουμε.
Σε βαθμό που αν αναρωτιόταν ή αν ρωτούσε κανείς, πώς συμβαίνει να παραμένουμε στάσιμοι και ανεξέλικτοι εσωτερικά, όπως τουλάχιστον γίνεται αισθητό χάρις σε μια αναμφισβήτητα γενικότερη εξέλιξη σε πλείστους άλλους τομείς της ζωής, θα ακουγόταν ως παραδοξολόγημα. Κάθε φορά που συμβαίνει – και είναι πολλές οι φορές – σε μια πλατεία, σε έναν μικρό δρόμο ή σε μια λεωφόρο, ένα έγκλημα, μια δολοφονία, ή κάτι λιγότερο δραματικό, όπως ένα περιστατικό με έκδηλο το αποτύπωμα μιας βίας έστω και αναίμακτης, θα ακούσεις να υψώνονται στεντόρειες φωνές πως αν συμβαίνει ό,τι συμβαίνει είναι γιατί η αστυνόμευση στους δρόμους και στις γειτονιές παραμένει ανεπαρκής.
Και τις ίδιες φωνές να λογαριάζουν πως μόνο αν ενταθεί η αστυνόμευση και θα ήταν δυνατόν κάθε πολίτης να κυκλοφορεί με έναν αστυνομικό δίπλα του, τότε μόνο θα εξέλιπαν τα εγκλήματα και τα κοινωνικώς κολάσιμα περιστατικά. Καμιά αντίρρηση. Μόνον που κανείς δεν φαίνεται να υπολογίζει ή δεν έχει το θάρρος να το ομολογήσει – απλώς ιδιώτης, κοινωνική οργάνωση ή κόμμα – πως με την αστυνόμευση, το πρόβλημα δεν λύνεται, απλώς μετατίθεται και κληρονομείται ώστε, αν μελλοντικά συμβεί να εκτραχυνθούν οι κοινωνικές συνθήκες, το πρόβλημα να εμφανιστεί άκρως πιο επιδεινωμένο.
Αν κανείς δεν μιλάει για την προϋπόθεση της εσωτερικής βελτίωσης των ανθρώπων που, έστω και μακροπρόθεσμα, θα έλυνε στον μεγαλύτερο τουλάχιστον βαθμό το πρόβλημα οριστικά, είναι γιατί με τη μεταφορά της συζήτησης σε ένα επίπεδο που η αστυνόμευση φαίνεται ως πανάκεια, αυτομάτως όλοι τους όσο και αν διαφέρουν οι απόψεις τους για το απαιτούμενο μέγεθος της αστυνόμευσης, παίζουν σε ένα γνωστό γήπεδο. Μπορούν δηλαδή να κατηγορεί ο ένας τον άλλον ως φασίστα ή ως αντεθνικό ταραχοποιό στοιχείο και μέσα στη μεροληψία που ασκεί πάντα η αντιπαλότητα στην ουσία να διαιωνίζεται ένα πρόβλημα ακριβώς χάρις σε εκείνους που κόπτονται δήθεν να το επιλύσουν.
Και να εμφανίζεται έτσι η δόλια προϋπόθεση της «εσωτερικής βελτίωσης» που δεν διαθέτει τίποτε το συναρπαστικό και επομένως το εξαργυρώσιμο, να έχει να αντιπαρατεθεί σε ένα μέγεθος όπως αυτό της δημόσιας εκμετάλλευσης ενός «θέματος», ή προβλήματος, ουσιαστικά αναντιμετώπιστου και ανεπίλυτου όταν μεταβάλλεται σε θέαμα. Χωρίς να αναφερθούμε σε μια επιπλέον παράμετρο εξίσου σημαντική με ένα πρόβλημα που για τους περισσότερους μόνον με δρακόντεια μέτρα θα ήταν δυνατόν να αντιμετωπιστεί.
Την παράμετρο που γεννά η καθολική αποδοχή μιας πραγματικότητας, όπως αυτή της αστυνόμευσης, ως σωτήριας: Με λίγα λόγια να ζητάς την αστυνόμευση σχεδόν να εγκατασταθεί μέσα στο ίδιο σου το σπίτι και να δρα ακόμη και σε περιπτώσεις που η ευθύνη τους βαραίνει αποκλειστικά και μόνο εσένα τον ίδιο. Μια καθολική απαίτηση για την αστυνόμευση σε έναν χώρο που δοκιμάζεται δεινά ώστε να κρίνεται απαραίτητη η μεσολάβησή της, μπορεί εύκολα να εξελιχθεί σε μια αστυνόμευση απαιτητή ακόμα και για πράξεις ή παραλείψεις αυστηρά και αμετάτρεπτα ιδιωτικής σημασίας.