Θεωρείται από τους πιο αξιοπρόσεκτους σκηνοθέτες της νεότερης γενιάς στη χώρα του, ο οποίος εισήλθε στον κόσμο του κινηματογράφου σε ηλικία 21 ετών, μέσω του μοντάζ. Το 1989 γύρισε την πρώτη του ταινία μικρού μήκους, «Nadir», και το 1993 γύρισε την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, το «Bar des rails», η οποία επιλέχθηκε για το Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας και επαινέθηκε από τους κριτικούς για τη φρεσκάδα και την ακρίβειά της. Αρνούμενος τον χαρακτηρισμό του «νατουραλιστή σκηνοθέτη», ο Σεντρίκ Καν ξεκίνησε μια σειρά από διασκευές, ανάμεσα στις οποίες το ξεχωριστό θρίλερ «Feux rouges» (2004), βασισμένο στο μυθιστόρημα του Ζορζ Σιμενόν. Είναι εκείνος που το 2019 επανένωσε τους Κατρίν Ντενέβ, Εμανιέλ Μπερσό και Βενσάν Μακάν στο νευρωτικό «Fête de famille», στο οποίο ερμήνευσε κι ο ίδιος έναν ρόλο. Το 2023 εγκαινίασε το Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών στις Κάννες με την «Υπόθεση Γκόλντμαν», μια ταινία για τη δεύτερη δίκη του ακροαριστερού ακτιβιστή Πιερ Γκόλντμαν, ο οποίος δικάστηκε για ληστεία και φόνο.
Ο Σεντρίκ Καν ήρθε πρόσφατα στην Αθήνα για να παρευρεθεί στο άνοιγμα του φετινού φεστιβάλ γαλλικού κινηματογράφου που κάθε χρόνο διοργανώνει το Γαλλικό Ινστιτούτο. Η πρεμιέρα του φεστιβάλ έγινε με τη νέα ταινία του, «Making of». Την επόμενη ημέρα ο σκηνοθέτης της, άνετος και ευδιάθετος, μοιράστηκε μαζί μας τις σκέψεις του πρωινού καφέ του:
Να ονομάσουμε το «The Making of» κωμωδία;
Ναι, θα το ήθελα. Αλλά δεν είναι πραγματικά κωμωδία, είναι μια ελαφρώς μαύρη κωμωδία.
Που αφήνει μια πικρή γεύση…
Οταν θέλεις να πεις πράγματα, δεν μπορείς παρά να κάνεις μόνο κωμωδία. Οπότε ίσως δεν είναι κωμωδία, αλλά είναι μια σοβαρή ταινία με χιούμορ. Ωστόσο κάποιοι άνθρωποι γελούν πολύ. Εξαρτάται από το κοινό. Ετσι, για τους ανθρώπους του κινηματογράφου είναι πολύ αστείο, επειδή είναι ένα είδος επιδιόρθωσης. Είναι σαν να αφηγούνται τις ζωές τους με έναν πιο αληθινό τρόπο από το συνηθισμένο.
Δηλαδή οι άνθρωποι της κινηματογραφικής βιομηχανίας βρίσκονται σε μια ατελείωτη περιπέτεια;
Ναι, συναισθηματικά, οικονομικά, ψυχολογικά. Αλλά είναι μια φανταστική περιπέτεια. Παρ’ όλα αυτά, νομίζω ότι για να κάνεις ταινίες πρέπει να σου αρέσει η ένταση. Αν θέλεις να έχεις μια ήσυχη ζωή, τότε δεν θα έπρεπε να κάνεις ταινίες, αυτό είναι σίγουρο. Βρίσκεσαι πάντα σε μια κατάσταση αβεβαιότητας.
Και δεν υπάρχει φυγή από την πραγματικότητα;
Οχι. Αυτό ήθελα λοιπόν να δείξω, ότι το να κάνεις ταινίες σημαίνει να χτίζεις ένα όνειρο, μια ουτοπία. Αλλά στην πραγματικότητα είναι πολύ αληθινό. Είναι μια πολύ πραγματική δουλειά, γιατί υπάρχουν οι άνθρωποι, ο καιρός, τα χρήματα, το συνεργείο. Ο σκηνοθέτης είναι καλλιτέχνης, αλλά είναι επίσης και επιχειρηματίας.
Ο Σιμόν, ο σκηνοθέτης του «Making of», είναι το alter ego σας;
Ναι, μου μοιάζει πολύ. Ξεκίνησα κι εγώ με πολύ χλευασμό για τον εαυτό μου. Είναι ολομόναχος στο δωμάτιό του και τρώει μόνος του το χάμπουργκέρ του. Είναι το αντίθετο από αυτό που φανταζόμαστε, τον σκηνοθέτη περιτριγυρισμένο από την ομάδα του και τους ηθοποιούς του, ο οποίος το βράδυ, έτσι απλά, θα κάνει σπουδαίες ομιλίες για τον κινηματογράφο.
Σαν τους σταρ σκηνοθέτες της δεκαετίας του ’60 και του ’70.
Ακριβώς το αντίθετο ήθελα να δείξω από τους σκηνοθέτες στις ταινίες του Γκοντάρ. Να είναι ολομόναχος στο δωμάτιό του, με μια μάλλον δύσκολη προσωπική ζωή. Αλλά αυτή είναι η πραγματικότητα. Πάνω απ’ όλα, ήθελα να δείξω πόσο δύσκολο είναι για τη γυναίκα του να ζει με τον δημιουργό. Νομίζω ότι είναι πιο δύσκολο για τη γυναίκα του παρά για τον ίδιο. Οπως λέει και ο ίδιος, δεν θέλει να αλλάξει τίποτα. Λέει «θέλω να συνεχίσω μαζί σου». Αυτή είναι που θέλει να σταματήσει. Σε κάθε περίπτωση, ξέρει αυτό που λέει και ο παραγωγός του, ότι ο κινηματογράφος είναι σαν ένα σκληρό ναρκωτικό.
Είχατε δίλημμα να σταματήσετε να γυρίζετε ταινίες και να παραμείνετε ηθοποιός;
Οχι προς το παρόν, γιατί τα πράγματα πάνε πολύ καλά. Εχω γυρίσει δύο ταινίες που έχουν πολύ καλή υποδοχή, αλλά στις δύσκολες στιγμές, ναι, φυσικά, αυτό έχει συμβεί. Για μένα, η υποκριτική είναι μια μικρή σύμπτωση. Δεν είναι η δουλειά μου να είμαι ηθοποιός. Ποτέ δεν αποφάσισα να γίνω ηθοποιός. Συνέβη τυχαία, οπότε θα σταματούσα κι εγώ τυχαία. Ωστόσο το να είμαι σκηνοθέτης, αυτό είναι πραγματικά το έργο της ζωής μου, να κάνω ταινίες.
Πώς ξεκινήσατε να σκηνοθετείτε;
Ξεκίνησα πολύ νέος. Βρήκα δουλειά και δεν πήγα στη σχολή. Αρχισα να δουλεύω από το χαμηλό μέρος της κλίμακας. Αυτό είναι επίσης αυτό για το οποίο μιλάω στην ταινία. Αφηγούμαι την ιστορία του Ζοζέφ (σ.σ.: του νεαρού αρχάριου). Είναι κι αυτός εγώ. Ετσι ξεκίνησα κι εγώ, από τη βάση, ως μαθητευόμενος. Αυτός είναι και ο λόγος που μπορώ να δω τον κινηματογράφο από όλες τις πλευρές, από την κορυφή, αλλά και από τα χαμηλά, επειδή έχω κάνει όλες αυτές τις δουλειές. Ηθελα να δείξω ότι εκείνοι που βρίσκονται στην κορυφή υποφέρουν από μοναξιά και εκείνοι που βρίσκονται στα χαμηλά υποφέρουν κοινωνικά, επειδή συνθλίβονται από τα πάντα. Ετσι δούλεψα, πήγα σε μαθήματα, άρχισα να γράφω σενάρια και αυτό ήταν όλο. Σιγά σιγά έφτασα να κάνω ταινίες.
Το θέμα του «Making of» αναφέρεται στην ιστορία των εργατών ενός εργοστασίου που αγωνίζονται για να κρατήσουν τις δουλειές τους. Αυτή είναι μια πολύ σοβαρή ιστορία.
Ηθελα να αφηγηθώ την ιστορία ενός σκηνοθέτη που γυρίζει μια πολύ σοβαρή ταινία, αλλά τα γυρίσματά του είναι σαν κωμωδία, σαν φάρσα. Ωστόσο η ταινία του σκηνοθέτη είναι πολύ σοβαρή και οι παραγωγοί του λένε ότι είναι πολύ δραματικό, ότι πρέπει να έχει ένα πιο θετικό τέλος για το κοινό.
Η σκηνή της σύσκεψης με τους νεαρούς αμερικανούς επενδυτές που χρηματοδοτούν την ταινία είναι σπουδαία για την αλήθεια της κινηματογραφικής βιομηχανίας.
Είναι αλαζόνες όπως οι γιάπηδες από τη σχολή διοίκησης επιχειρήσεων. Αλλά ήθελα επίσης να δείξω τις δύο γενιές παραγωγών. Υπάρχει ο παλιός παραγωγός, λίγο παλιομοδίτης, λίγο ακροβάτης, λίγο ιδιόρρυθμος, λίγο απατεώνας. Και μετά υπάρχουν οι νέοι παραγωγοί, επιχειρηματίες των PowerPoint εργαλείων, που χωράνε σε τετραγωνάκια την παραγωγή βάζοντας όρια και αφαιρώντας φαντασία. Αλλά αυτό είναι πολύ αληθινό. Μιλάω συνέχεια με τέτοιους ανθρώπους. Εχουν ιδέες για τα πάντα, για το κάστινγκ. Οταν πρόκειται για κάστινγκ, πάντα συζητάνε ποιος είναι ο πιο μοντέρνος ηθοποιός και νομίζουν ότι έχουν μια πολύ πρωτότυπη ιδέα. Πάντα λένε τον ηθοποιό που προτείνουν όλοι οι άλλοι. Αλλά αυτό είναι το νόημα της δουλειάς, να επιλέγεις το πιο απλό πράγμα, το λιγότερο ριψοκίνδυνο. Αυτό που κατάλαβα κάνοντας ταινίες είναι ότι στο χρήμα δεν αρέσει το ρίσκο. Μόνο το καλλιτεχνικό ρίσκο. Αλλά τελικά οι χρηματοδότες θέλουν μια ταινία που έχει καλλιτεχνικές ιδιότητες, οπότε θέλουν το ρίσκο, ενώ το φοβούνται. Είναι σαν ένας φαύλος κύκλος. Θέλουν νέους ηθοποιούς, αλλά δεν θα τους προτείνουν ποτέ.
Στις ταινίες σας σάς ενδιαφέρει να παρουσιάσετε κοινωνικά θέματα ή πιο προσωπικά, πιο οικεία, συναισθηματικά ζητήματα;
Σε γενικές γραμμές, μου αρέσει να αναμειγνύω τα δύο. Νομίζω ότι το κοινωνικό επηρεάζει το οικείο. Νομίζω ότι ανάλογα με την κοινωνική σου κατάσταση, το κοινωνικό σου υπόβαθρο, την επαγγελματική σου κατάσταση, δεν μπορείς να ζήσεις την ερωτική σου ζωή με τον ίδιο τρόπο όπως την οικογενειακή σου ζωή και τη ζωή σου με τα παιδιά σου. Νομίζω ότι συνδέονται.
Η «Υπόθεση Goldman» ήταν επίσης μια πολιτική ταινία;
Αυτό είναι πάλι κάτι άλλο, επειδή είναι εμπνευσμένη από μια ιστορία της δεκαετίας του ’70. Αλλά δεν είναι μόνο πολιτική, είναι επίσης πολύ προσωπική. Παρουσιάζει τον εαυτό του ως επαναστάτη, ως έναν τύπο με πολύ ισχυρά πολιτικά ιδεώδη. Αλλά η δίκη αφηγείται πραγματικά την ιστορία της ζωής του και πώς πρέπει να υπερασπιστεί τον εαυτό του απέναντι στις ενοχές του – θυμάται την ιστορία των γονιών του, τη σχέση του με τη μητέρα του, τη σχέση του με τον πατέρα του, τη σχέση του με τη γυναίκα του. Ετσι είναι πολύ οικεία, είναι πάντα η σύνδεση μεταξύ του πολιτικού και του οικείου. Αλλά νομίζω ότι ο κινηματογράφος είναι ένας καλός τρόπος για να πηγαίνεις από το ευρύτερο στο μικρότερο. Για μένα, οι ταινίες είναι ενδιαφέρουσες όταν περνούν μέσα από όλα αυτά.
Πιστεύετε ότι ο γαλλικός κινηματογράφος έχει κερδίσει τη θέση του στη διεθνή σκηνή;
Το γαλλικό κινηματογραφικό σύστημα είναι πολύ ιδιαίτερο, πολύ προνομιούχο, γιατί υπάρχει μεγάλη κρατική προστασία. Ετσι, για μεγάλο χρονικό διάστημα μας αποκαλούσαν κακομαθημένα παιδιά. Ελεγαν ότι οι γαλλικές ταινίες δεν ήταν καλές, ότι ήταν ομφαλοσκοπικές, ότι δεν επικεντρώνονταν στο κοινό, και νομίζω ότι αυτό έχει αλλάξει λίγο. Τώρα συνειδητοποιούμε ότι το γαλλικό σύστημα είναι ενδιαφέρον επειδή μας επιτρέπει – όπως λέω και στην ταινία – να μην έχουμε πάντα αίσιο τέλος ή θετικούς ήρωες. Μας επιτρέπει να λέμε πράγματα που είναι λίγο πιο περίπλοκα, να αποφεύγουμε την αλγοριθμική εξίσωση. Μερικές φορές, στο αμερικανικό σενάριο, έχεις την εντύπωση ότι γράφεται με έναν αλγόριθμο. Η αρχή είναι η ίδια. Η μέση είναι η ίδια. Το τέλος του σεναρίου είναι το ίδιο. Στον γαλλικό κινηματογράφο, μπορείς να πεις τα πράγματα με έναν ελαφρώς πιο πρωτότυπο ή περίπλοκο τρόπο και αυτό είναι ενδιαφέρον.
Επιτρέπεται ακόμη το να είσαι δημιουργικά ελεύθερος;
Εξαρτόμαστε από τις κρατικές προμήθειες, από τους κανόνες που θέτει το κράτος, αλλά σε κάθε περίπτωση υπάρχει κάτι αρκετά καλλιτεχνικό στον γαλλικό κινηματογράφο.