Πριν από λίγες μέρες, η Μαντόνα έσπασε στο Ρίο ντε Ζανέιρο όλα τα ρεκόρ που έχουν να κάνουν με ποπ και ροκ συναυλίες. Από το προηγούμενο δικό της που ήταν οι 130.000 θεατές το 1987 – την εποχή που μόλις είχε καθιερωθεί ως φαινόμενο – στο Παρίσι, έως τις 400.000 που συνέρρευσαν στο Γούντστοκ. Τη χωρίς εισιτήριο συναυλία που έδωσε στην ακτή της Κόπα Καμπάνα στο πλαίσιο της περιοδείας της Celebration Tour, υπολογίζεται ότι παρακολούθησαν 1.600.000 θεατές. Από την παραλία, τα σκάφη που ήταν προσαραγμένα, γι’ αυτόν τον σκοπό, στη θάλασσα και τα γύρω ξενοδοχεία που, εκείνη την ημέρα, η πληρότητά τους άγγιξε το 99%. Ενα ακόμη ρεκόρ δηλαδή ανάμεσα στα πολλά που έχει κατακτήσει στα σαράντα και βάλε χρόνια της καριέρας της η πιο δημοφιλής και «ευπώλητη» γυναίκα καλλιτέχνις στην ιστορία της μουσικής.
Αν σήμερα οι νεότεροι ξαφνιάζονται, εντυπωσιάζονται, ενθουσιάζονται από την ανάδειξη της Τέιλορ Σουίφτ ως το πιο επιδραστικό άτομο στον πλανήτη, κάποιος πρέπει να τους μιλήσει για τη Μαντόνα. Και το τι σήμαινε τη δεκαετία του 1980. Μία δεκαετία περίεργη και αντιφατική ως προς την παραγωγή σταρ. Ηταν η εποχή των μεγάλων αλλαγών και ανακατατάξεων και συγχρόνως τα χρόνια της υπερβολής. Σαν ο κόσμος ολόκληρος να έκανε ένα μεγάλο και βροντώδες outcoming για το οτιδήποτε. Τα ταμπού έπεφταν, ενίοτε και πάνω στα κεφάλια μας, κάποιους, έχω την εντύπωση ότι ίσως και να τους τραυμάτιζαν. Τα κλισέ άλλαζαν – κάθε εποχή έχει τα δικά της. Δεν υπήρχε βέβαια το Διαδίκτυο και η σημερινή διάχυση της πληροφορίας, είχαμε ωστόσο αρχίσει να συνειδητοποιούμε αυτό που, αργότερα, είπαμε παγκοσμιοποίηση. Η μεγάλη διάχυση όμως της πληροφορίας την αποδυναμώνει ενώ τότε θεωρώ ότι ήταν πιο «ακριβή», σχεδόν πολύτιμη. Και πάνω που πιστέψαμε ότι φέραμε την εποχή κουστουμάκι στα μέτρα μας, στις ανάγκες, τις επιθυμίες και τη λίμπιντό μας (συμβολικά μιλώντας) ήρθε το AIDS που μας ανάγκασε να ξαναμετρηθούμε. Σήμερα μπορεί να το έχουμε ψιλοξεχάσει αλλά τότε προκάλεσε ένα υπαρξιακό σοκ και δέος.
Παιδί αλλά συγχρόνως και μία από τις «μήτρες» εκείνης της εποχής, υπήρξε η Μαντόνα. Δεν μπορώ να σκεφτώ άλλη γυναίκα που να είναι τόσο ταυτισμένη με την υπερβολή, το θράσος αλλά, συγχρόνως, και τη δραματικότητα και το τραύμα εκείνης της δεκαετίας. Είναι αυτή που της έδωσε, στο μυαλό μου τουλάχιστον, θηλυκή ταυτότητα. Μία από τις πιο αντιπροσωπευτικές εικόνες των eighties παραμένει ακόμη αυτό το αναμαλλιασμένο και όχι ιδιαίτερα όμορφο κορίτσι, ντυμένο τσάτρα πάτρα, με τούλια και δαντελένια γαντάκια, που κρεμούσε σταυρούς στα αφτιά και εικονίτσες με την Παναγία στον λαιμό. Ενα κορίτσι που, ως προς την εξέλιξη της καριέρας του, αποδείχθηκε πιο γρήγορο κι απ’ τη σκιά του. Πέρα από αυτό όμως, για εμάς τις εικοσάρες των eighties, η Μαντόνα ήταν το σύμβολο της γυναικείας χειραφέτησης. Σε πολλούς τομείς. Οι, έστω και ασυνείδητες, «Μαντονίτσες» είχαμε, πλέον, το πρότυπο αλλά και το άλλοθι για να διαχειριστούμε όπως γουστάραμε από το στυλ μας έως τη σεξουαλικότητά μας (που μην πω ότι την κάναμε και αυτή στυλ).
Μετά σαράντα χρόνια
Βλέπω σήμερα τις φωτογραφίες της 66χρονης Μαντόνα από τη συναυλία στο Ρίο με ρούχα πιο κοντά από ποτέ στο στυλ που λάνσαρε στην αρχή ακόμη της καριέρας της. Θυμάμαι και τις αναρτήσεις της τους τελευταίους μήνες. Ενα πρόσωπο που έχασε την ταυτότητα των χαρακτηριστικών του στο κυνήγι της αιώνιας νεότητας. Μια μορφή που, παλαιότερα, όταν κοίταζες τις φωτογραφίες της, είχες την αίσθηση ότι μύριζες το δέρμα και τον ιδρώτα της και που τώρα «μυρίζει» καουτσούκ.
Απόλυτο δικαίωμά της βέβαια. Αφού έτσι γούσταρε, έτσι έκανε όπως άλλωστε και σε όλη τη ζωή της. Ομολογώ ωστόσο ότι θα ήθελα να δω τη Μαντόνα να μεγαλώνει μαζί μου. Να κοροϊδεύει τον χρόνο και τις συνέπειές του, όχι να τον καταργεί. Να μπορώ ακόμη να την έχω πρότυπο και να την κοπιάρω. Να μας δείξει, τέλος πάντων, πώς είναι τα ατίθασα κορίτσια των eighties στη δεκαετία των εξήντα τους χρόνων. Και έχω κάπως την αίσθηση ότι όσο γενναιόδωρα μας τα έδωσε όλα τότε, τόσο απότομα μας τα πήρε πίσω. Ακόμη κι έτσι όμως, χαλάλι της.