Ως τζαμί επαναλειτουργεί από προχθες ο ιστορικός βυζαντινός ναός της Μονής της Χώρας στην Κωνσταντινούπολη, με τον τούρκο πρόεδρο να δίνει το πρόσταγμα για την κοπή της κορδέλας των εγκαινίων μέσω τηλεδιάσκεψης, συνδεόμενος με την ειδική τελετή απευθείας από το προεδρικό μέγαρο, σε μια χρονική συγκυρία που απέχει μόνο μια βδομάδα από την επικείμενη επίσκεψη του έλληνα Πρωθυπουργού στην Αγκυρα.
Σε έντονο ύφος ήρθε η απάντηση από την Αθήνα αργά χθες το βράδυ. «H απόφαση των τουρκικών Αρχών για την έναρξη της λειτουργίας της Μονής της Χώρας ως μουσουλμανικού τεμένους συνιστά πρόκληση για τη διεθνή κοινότητα καθώς αλλοιώνει και προσβάλλει τον χαρακτήρα της ως μνημείου παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς της UNESCO ανήκον στην ανθρωπότητα», σημείωνε σε ανακοίνωσή του το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών, προσθέτοντας: «Η διατήρηση του οικουμενικού χαρακτήρα μνημείων και η τήρηση των διεθνών προτύπων προστασίας της θρησκευτικής και πολιτιστικής κληρονομιάς αποτελεί σαφή διεθνή υποχρέωση που δεσμεύει όλα τα κράτη».
Κατά τη μεσημεριανή φιέστα εγκαινίων που μεταδόθηκε εκτενώς από τα τουρκικά ΜΜΕ, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, περιγράφοντας στην εισαγωγική του ομιλία την τελετή, η οποία αφορούσε στην ολοκλήρωση των έργων αναστήλωσης και συντήρησης ιστορικών μνημείων, σημείωσε ότι την αντιμετωπίζει «ως μια ακόμα ένδειξη της ευαισθησίας» όσον αφορά την προστασία της κληρονομιάς τους.
«Τα τελευταία 21 χρόνια έχουμε αναστηλώσει 5.500 μνημεία προγόνων στη χώρα μας και σε όλη τη γεωγραφία της καρδιάς μας» τόνισε ο τούρκος πρόεδρος, με τον επαρχιακό μουφτή της Κωνσταντινούπολης να αναφέρει πως η Μονή της Χώρας «θα αποδοθεί ξανά για προσευχή και θα υποδεχτεί τους πιστούς στην Κωνσταντινούπολη».
Η Μονή της Χώρας ως τζαμί θα λειτουργεί στο πρότυπο της Αγίας Σοφίας που επίσης μετατράπηκε σε ισλαμικό τέμενος επί προεδρίας Ερντογάν τον Ιούλιο του 2020, ενώ, όπως έγινε γνωστό, τα ανεκτίμητης αξίας ψηφιδωτά στους τοίχους που κοσμούν τον χώρο της προσευχής έχουν καλυφθεί ήδη και έχει καθοριστεί και η περιοχή που θα επισκέπτονται τουρίστες με ξεναγό.
Η Μονή χρονολογείται από τον 6ο αιώνα μ.Χ., οι περίτεχνες τοιχογραφίες της από την εποχή των Παλαιολόγων, ενώ το 1511 ο βυζαντινός ναός είχε και πάλι μετατραπεί σε τζαμί. Επειτα, το 1945, με απόφαση του υπουργικού συμβουλίου της Τουρκίας είχε γίνει μουσείο.
Για τις εργασίες αποκατάστασης τότε, μάλιστα, είχαν εργαστεί ειδικοί από τις ΗΠΑ ως και την ολοκλήρωσή τους το 1958. Από το 1985 η Μονή της Χώρας θεωρείται Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς. Το 2019 το Συμβούλιο της Επικρατείας της Τουρκίας ακύρωσε την απόφαση του 1945 για τη Μονή και το 2020 ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ανακοίνωσε ότι το χριστιανικό βυζαντινό μνημείο θα γίνει και πάλι ως τζαμί.
Κίνηση εσωτερικής κατανάλωσης
Αναλυτές εκτιμούν ότι σε εκείνη τη χρονική συγκυρία η απόφαση του τούρκου προέδρου δεν τέθηκε προς άμεση υλοποίηση καθώς του ασκήθηκαν διεθνείς πιέσεις να μην αλλάξει λειτουργία το ιστορικό μοναστήρι. Η χθεσινή πρωτοβουλία του να προχωρήσει στην προκλητική τελετή εγκαινίων της λειτουργίας της Μονής της Χώρας ως τζαμιού ερμηνεύεται από πολλούς ως μια κίνηση εσωτερικής κατανάλωσης που στόχο έχει να συσπειρώσει τους ακραίους που απώλεσε το κυβερνητικό τουρκικό κόμμα κατά τις πρόσφατες δημοτικές εκλογές.
Ταυτόχρονα, ο χρονισμός της επίσημης μετατροπής της Μονής της Χώρας σε τζαμί μία εβδομάδα μόλις πριν από τη συνάντηση κορυφής Μητσοτάκη – Ερντογάν στην Αγκυρα κρίνεται από αρκετούς ως μια ενέργεια αρνητική που σίγουρα δεν βοηθά στην εμπέδωση καλού κλίματος μεταξύ των δύο χωρών.
Νωρίτερα χθες, πάντως, ο επικεφαλής της ελληνικής διπλωματίας, σε συνέντευξη που παραχώρησε στο Al Jazeera ενόψει της επίσκεψης του έλληνα Πρωθυπουργού στην Αγκυρα στις 13 Μαΐου, τόνισε για ακόμη μια φορά ότι η Ελλάδα εργάζεται για την ειρήνη και ότι επιθυμεί να έχει με την Τουρκία σχέσεις στενές.
Από την πλευρά του, ο Ερντογάν, μετά τη συνεδρίαση του τουρκικού υπουργικού συμβουλίου χθες το βράδυ, αναφερόμενος στην επικείμενη συνάντηση κορυφής με τον Μητσοτάκη ανέφερε πως η Τουρκία προσπαθεί να αυξήσει τους φίλους της και πως δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα που δεν μπορεί να λυθεί με τις γειτονικές χώρες, με την προϋπόθεση να υπάρχει «προσέγγιση με καλή πρόθεση» και «να δοθεί ευκαιρία στη διπλωματία».