Ανακάμπτει η αγορά καλλυντικών στην Ελλάδα με τους καταναλωτές να δείχνουν ιδιαίτερη προτίμηση στα ευρείας κατανάλωσης αφού το ένα στα δύο προϊόντα που αγοράζονται ανήκει σε αυτήν την ομάδα, ενώ έδαφος κερδίζουν τα καλλυντικά φυτικής προέλευσης που αυξάνουν συνεχώς την πελατειακή τους βάση. Την ίδια ώρα έντονη είναι και η διείσδυση των ηλεκτρονικών πωλήσεων με το μερίδιό τους να φτάνει το 16% στο σύνολο των πωλήσεων καλλυντικών στην Ελλάδα. Αναμφισβήτητα, η διετία 2022-2023 ήταν μια δύσκολη περίοδος και για τον κλάδο των καλλυντικών, εξαιτίας σημαντικών προκλήσεων όπως η ενεργειακή κρίση, η αύξηση των τιμών των πρώτων υλών, η άνοδος του μεταφορικού κόστους, οι γεωπολιτικές εντάσεις και οι ιδιαίτερα έντονες πληθωριστικές πιέσεις. Οι εξελίξεις αυτές οδήγησαν τις επιχειρήσεις σε ανατιμήσεις των προϊόντων τους, γεγονός που είχε σημαντικό αντίκτυπο στη συμπεριφορά των καταναλωτών.
Με δεδομένο ότι οι κύριοι παράγοντες που καθορίζουν τη ζήτηση των καλλυντικών είναι οι τιμές πώλησης των προϊόντων σε συνδυασμό με το διαθέσιμο εισόδημα των καταναλωτών, οι τιμές καθόρισαν την αγορά το προηγούμενο διάστημα.
Οπως αναφέρει η Ελένη Δεμερτζή, senior manager της Διεύθυνσης Οικονομικών και Κλαδικών Μελετών της ICAP CRIF, η εγχώρια παραγωγή καλλυντικών (σε αξία, σε τιμές χονδρικής) παρουσίασε αξιόλογη αύξηση την τελευταία τριετία (2021-2023), καταγράφοντας μέσο ετήσιο ρυθμό 7,7%, μετά τη μείωση που υπέστη το 2020 εξαιτίας της πανδημίας. Το γεγονός αυτό επηρέασε την κατανάλωση και τις επιλογές των Ελλήνων αν και δεν άλλαξαν την κατανομή των μεριδίων ανά προϊόν, με τα προϊόντα περιποίησης δέρματος (προσώπου και σώματος) να είναι στην πρώτη θέση και να ακολουθούν τα προϊόντα περιποίησης μαλλιών.
Ωστόσο τα εγχωρίως παραγόμενα καλλυντικά παρουσίασαν θετικούς ρυθμούς και στο διάστημα 2022 και 2023 εκτιμάται ότι εμφάνισαν αύξηση των συνολικών πωλήσεών τους με ετήσιο ρυθμό 6% και 8% αντίστοιχα. Ομως και οι πωλήσεις των εισαγόμενων καλλυντικών εμφανίζουν επίσης ανοδική τάση τα τελευταία έτη, καλύπτοντας μάλιστα το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής αγοράς.
Η μελέτη
Σημαντικό στοιχείο στην ανάκαμψη της αγοράς αποτελεί επίσης το γεγονός ότι από το 2021 παρατηρείται αξιοσημείωτη αύξηση των εξαγωγών καλλυντικών, με μέσο ετήσιο ρυθμό περίπου 19%, αν και σε αυτό το ποσοστό υπολογίζεται και μέρος εισαγόμενων τα οποία επανεξάγονται.
Για τη διετία 2024-2025 σύμφωνα με στελέχη της αγοράς, αλλά και πρόσφατη μελέτη της ICAP για τον κλάδο, αναμένεται περαιτέρω άνοδος της αξίας της εγχώριας αγοράς καλλυντικών, με ρυθμό 3%-4%. Επιπλέον τα τελευταία χρόνια εμφανίζεται αυξημένο καταναλωτικό ενδιαφέρον στην Ελλάδα για καλλυντικά φυσικής προέλευσης, μη δοκιμασμένα σε ζώα, καθώς επίσης και για προϊόντα με βάση το ελαιόλαδο, πολλά από τα οποία εξάγονται, γεγονός που αναμένεται να καθορίσει την παραγωγή τα επόμενα χρόνια.
Οσο για τα κανάλια του δικτύου διανομής, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της κλαδικής μελέτης της ICAP CRIF, το κανάλι της ευρείας διανομής εκτιμάται ότι κάλυψε περίπου το 48% της συνολικής αξίας της εγχώριας αγοράς καλλυντικών, ενώ ακολουθούν τα φαρμακεία, η επιλεκτική διανομή, τα κομμωτήρια και οι απευθείας πωλήσεις. Ωστόσο και παρότι το φυσικό κανάλι διανομής – μέσω καταστημάτων – παραμένει ισχυρό, όλο και περισσότεροι καταναλωτές στρέφονται στην αγορά καλλυντικών μέσω Διαδικτύου και ήδη το μερίδιο των ηλεκτρονικών πωλήσεων αντιπροσωπεύει το 14%-16%.