Η παναρχαία μονή της Χώρας, το Καχριέ τζαμί της Σταμπούλ, απεκάλυψε τώρα κάτι νέον, άγνωστον, της βυζαντινής του τέχνης. Μωσαϊκά της ιστορικής μονής, τα τελειότερα εις το είδος τους, παρουσιάζοντο κατά σύμπτωσιν τας ημέρας αυτάς. Είνε κυρίως μία εικών, η Κοίμησις, η οποία μετά τόσους αιώνας βλέπει το φως της Κωνσταντινουπόλεως, που πάντοτε είχε ξεχωριστήν λατρείαν για την υπέρμαχον Θεοτόκον. Αι βυζαντιναί σπουδαί είνε επόμενον να ενδιαφερθούν.
Η εικών αυτή, ύψους δύο μέτρων και πλάτους 1.90, είνε από τας καλλιτέρας της βυζαντινής εικονογραφίας. Το Καχριέ τζαμί γίνεται περισσότερον ενδιαφέρον. Η Κοίμησις της Θεοτόκου και αι άλλαι εικόνες, που ευρέθησαν εις τον εξωνάρθηκα, ήσαν άγνωστοι μέχρι σήμερον.
«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 13.12.1928, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Ο 13ος αιών, οπότε ήλλασσε βαθειά η βυζαντινή κοινωνία, επέδρασε εις την τέχνην. Η Κοίμησις της Θεοτόκου, η Γέννησις, η εικών Θεοδώρου του Μετοχίτου και αι άλλαι της μονής της Χώρας είνε από τας καλλιτέρας εκδηλώσεις της επιδράσεως αυτής. Δεν είνε η ψυχρά θεολογική εικονογραφία. Είνε ζωντανή τέχνη, με κίνησιν, με γραφικότητα, με δραματικόν αίσθημα. Ο ιστορικός ρόλος της βυζαντινής τέχνης, με την πρωτοτυπίαν του, όλο εύρισκε νέαν ζωήν. Η ιστορία της τέχνης αυτής είνε η ιστορία της αυτοκρατορίας, που εκληρονόμησε την ελληνικήν παράδοσιν. Η ηθική και θρησκευτική επιρροή εις την τέχνην είνε ανάλογος με την εποχήν. Η Κοίμησις δεν έχει μοναστηριακήν εμφάνισιν.
Ήτο ευτυχής σύμπτωσις η εύρεσίς της. Οφείλεται σ’ έναν Έλληνα εργοδηγόν, τον Παναγιώτην Πλακούδην εκ Μαδύτου, εις τον οποίον το Εβκάφι (σ.σ. η λέξη, που απαντά και ως Εφκάφι, σημαίνει βακούφι) ανέθεσε τώρα τας επιδιορθώσεις του Καχριέ τζαμί. Με την συγκατάθεσιν του νεωτεριστού Τούρκου μηχανικού του Εβκαφίου, εκρήμνισε τα ασβεστώματα όπου ενόμιζεν ότι υπάρχουν εικόνες και απεκαλύφθη η Κοίμησις με την εκλεκτήν της τέχνην, την ελευθέραν σύνθεσιν, τα ποικίλα της χρώματα, ακριβώς επάνω από την είσοδον του κυρίως ναού. Είνε ίσως ο μάλλον προφυλαχθείς πίναξ της καλλιτέρας βυζαντινής σχολής. Εντυπωτικά χρώματα, πολλά πρόσωπα σ’ ένα πλαίσιον γραφικόν. Νομίζει κανείς πως μόλις χθες έγινε η εικών αυτή. Ο ασβέστης την επροφύλαξε, μόνον δε εσχίσθη στο μέσον κατά τον σεισμόν του 1894, οπότε είχε ζημίας όλη η μονή.
«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 13.12.1928, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Οι Τούρκοι διά τρίτην ή τετάρτην φοράν επιδιορθώνουν το Καχριέ, το οποίον ως τζαμί υπάγεται και τώρα ακόμη όχι εις το μουσείον, αλλ’ εις το ιερόν Εβκάφι. Η τελευταία επιδιόρθωσις έγινε το 1876, φαίνεται δε και τότε να παρουσιάσθησαν μερικαί εικόνες, αλλ’ αμέσως τας ασβέστωσαν. Με το σουλτανικόν καθεστώς οι πιστοί δεν ηδύναντο να ανεχθούν εικόνας εις τόπον της προσευχής των, είνε δε η Κοίμησις εντός του κυρίως ναού, που μετετράπη σε τζαμί αρκετά έτη μετά την άλωσιν, επί μεγάλου βεζύρου ευνούχου Αλή πασά της Τυρολόης, ίσως το 1491. Η κεμαλική επανάστασις, με τας αντιθεοκρατικάς της απόψεις, επιτρέπει ό,τι άλλοτε δεν κατώρθωνε να ανεχθή ο ισλαμικός φανατισμός. Το Εβκάφι νεωτερίζει επίσης και, υπό την επιρροήν του διευθυντού του μουσείου Χαλίλ βέη, απεφάσισε να συνεχισθή η εργασία διά την ανεύρεσιν και άλλων εικόνων, ιδίως κάτω του θόλου.
Η μονή της Χώρας, του Σωτήρος Χριστού, είνε ίσως η αρχαιοτέρα του Βυζαντίου. Σ’ αυτήν ετάφη ο άγιος Βαβύλας, μαρτυρήσας επί Μαξιμιλιανού, το 298. Φυσικά ήτο τότε έξω από τα χερσαία τείχη, εις την χώραν, ως έλεγαν οι Βυζαντινοί τον κάμπον, και αυτή της έδωσε το όνομα. Συμπεριελήφθη εντός της πόλεως, μαζί με το σημερινόν Τεκίρ σεράι των Τούρκων, όταν επί Θεοδοσίου του νεωτέρου, το 413, επεξετείνοντο τα τείχη. Εννοείται ότι επανειλημμένως επιδιωρθώθη και προσετέθησαν τμήματα. Αι σημεριναί επιδιορθώσεις του Εβκαφίου αποβλέπουν κυρίως στις μαρμάρινες κορνίζες του ναού, που είνε όμοιαι με εκείνας της Αγίας Σοφίας. Το ίδιο χρώμα, το αυτό μάρμαρον, η αυτή τέχνη, ώστε κανείς να μην αμφιβάλλη ότι το εσωτερικόν του ναού επιδιωρθώθη και εστολίσθη επί Ιουστινιανού. Η μονή επιδιωρθώθη επίσης και επί του βασιλέως Αλεξίου του Κομνηνού, για να πλουτισθή αργότερα, το 1332, υπό του μεγάλου λογοθέτου Θεοδώρου του Μετοχίτου, με την τελειοτέραν βυζαντινήν εικονογραφίαν.
(Πηγή: monuments.hist.auth.gr)
Είνε ιστορική η μονή της Χώρας. Σ’ αυτήν εμόναζε ο ιστοριογράφος Νικηφόρος Γρηγοράς, ο ηγούμενός της Συμεών έλαβε μέρος εις την σύνοδον της Νικαίας, σ’ αυτήν έμενε ο Μιχαήλ ο Σύγγελος, αντίπαλος των μεταρρυθμιστών εικονομάχων, εις τον οποίον η Θεοδώρα προσέφερε τον πατριαρχικόν θρόνον. Εις την μονήν της Χώρας ο Ηράκλειος εφυλάκισε τον Κρίσπον, τον γαμβρόν του Φωκά, και ο Κωνσταντίνος ο Κοπρώνυμος τον πατριάρχην Κύρον. Όλαι περίπου αι λιτανείαι του Βυζαντίου εις την μονήν της Χώρας κατέληγον, και στας πολιορκίας εκεί μετεφέρετο η εικών της Παναγίας Οδηγητρίας, έργον του ευαγγελιστού Λουκά, αφού η λιτανεία έκαμνε τον γύρον εις τα τείχη. Η εικών αυτή κατεστράφη την ημέρα της αλώσεως.
Η μονή, ακριβώς απέναντι της Κερκόπορτας, οπόθεν οι Τούρκοι εισέβαλαν εις την Πόλιν, εδεινοπάθησε. Μία εικών της Παναγίας, ορθίας, με τον Χριστόν στην αγκαλιά, που ευρέθη τώρα εις τον εξωνάρθηκα του Καχριέ, αριστερά προς την είσοδον, είνε με κατεστραμμένον από λόγχην το κεφάλι του μικρού. Ίχνη της τραγικής εκείνης ημέρας έχουν και αι άλλαι κάτω εικόνες του εξωνάρθηκος. Εις την απέναντι πλευράν του αυτού νάρθηκος μία μόνον εικών ευρέθη. Αι άλλαι θα κατεστράφησαν, φαίνεται, από κεραυνόν, περί του οποίου αναφέρει κάποια τουρκική παράδοσις. Εκρημνίσθησαν τα ασβεστώματα, όπου υπήρχε πλαίσιον, και απεκαλύφθησαν εικόνες, έργα τέχνης.
Η τουρκική δημοκρατία ενδιεφέρθη για τας βυζαντινάς αρχαιότητας, μόλις δε ευρέθη η Κοίμησις επενέβη η διεύθυνσις του μουσείου. Ό,τι εφρόντισαν να κρύψουν, να ασβεστώσουν οι σουλτανικοί, βλέπει σήμερον το φως. Η Κοίμησις της Θεοτόκου αποτελεί ενδιαφέρον γεγονός για τας βυζαντινάς σπουδάς. Η Παναγία, με μωβ μανδύαν, κείται επάνω σε είδος τραπέζης ναού και γύρω της έχουν συγκεντρωθή σκεπτικοί, θλιμμένοι, οι ένδεκα απόστολοι, με αρχιερατικάς στολάς, ο ένας των δε θυμιάζει τον νεκρόν. Οι τέσσαρες ευαγγελισταί διακρίνονται απ’ τον φωτοστέφανόν τους, ο ένας δε εξ αυτών πλάγι εις την νεκράν, την μητέρα, κρατεί τον Ιησούν βρέφος. Η τοποθεσία παριστάνει εσωτερικόν αυλής βυζαντινού κτιρίου και από την είσοδον προχωρούν απαρηγόρητες γυναίκες. Η εικών αυτή, με τα μωσαϊκά, όπως και αι άλλαι που ευρέθησαν εις το Καχριέ, δείχνουν τας νέας τότε τάσεις της τέχνης, την οποίαν δεν εσταμάτησεν η άλωσις. Η τέχνη αυτή εξελίχθη, κατέφυγεν εις τον Μυστράν, αργότερα δε εις τον Άθω, όπου παρουσίασε ένα Μανουήλ Πανσέληνον, τον Ραφαήλ αυτόν των Βυζαντινών, και ένα Θεοφάνην τον Κρήτα, εις τους οποίους τόσα οφείλει η τέχνη εις τον ορθόδοξον κόσμον, όπου μετεδόθη η παράδοσις της Κωνσταντινουπόλεως.
*Άρθρο-ανταπόκριση από τη συνοικία Πέραν της Κωνσταντινούπολης, που είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα» πριν από ένα σχεδόν αιώνα, στις 13 Δεκεμβρίου 1928, με αφορμή την ανεύρεση της εικόνας της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στην ιστορική μονή της Χώρας, στο βορειοδυτικό τμήμα του ιστορικού κέντρου της Βασιλεύουσας.
Στην κεντρική φωτογραφία του παρόντος άρθρου, η εικόνα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στη μονή της Χώρας.