Εκκεντρικές εμφανίσεις, δυνατές ερμηνείες, εντυπωσιακές χορογραφίες και… douze points. Ο διαγωνισμός τραγουδιού της Eurovision μετράει 68 χρόνια ζωής και έχει αγαπηθεί από τους πολίτες της Γηραιάς Ηπείρου (και όχι μόνο), με εκατομμύρια τηλεθεατές (163 το 2023) να συντονίζονται κάθε Μάιο για να τον παρακολουθήσουν.
Το φεστιβάλ, που γεννήθηκε το 1956 σε μια προσπάθεια να φέρει κοντά τα κράτη της ΕΕ δέκα χρόνια μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και με μόνο επτά χώρες να συμμετέχουν στην πρώτη διοργάνωση, πλέον έχει μετατραπεί σε έναν ετήσιο θεσμό όπου παίρνουν μέρος πάνω από 35 κράτη, συμπεριλαμβανομένης της Αυστραλίας. Διέπεται από αυστηρούς κανονισμούς όσον αφορά τα τραγούδια που στέλνει κάθε χώρα, με την Ευρωπαϊκή Ραδιοτηλεοπτική Ενωση (EBU) να επισημαίνει πως στον διαγωνισμό δεν επιτρέπεται οποιαδήποτε πολιτική ενέργεια.
Ομως, δεν ήταν λίγες οι φορές που ο κανόνας αυτός δεν τηρήθηκε, με την αντίσταση στις δικτατορίες του ευρωπαϊκού Νότου, το Κυπριακό, τον Πούτιν και την εισβολή στην Ουκρανία, τη διαμάχη Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν και το Μεσανατολικό να πρωταγωνιστούν κατά περιόδους.
Αντιδικτατορικό ξεκίνημα
Το πρώτο πολιτικό «σκάνδαλο» στην ιστορία του θεσμού ξέσπασε το 1964, όταν μετά την εμφάνιση της Ελβετίας ένας άντρας ανέβηκε στη σκηνή κρατώντας ένα πανό που έγραφε «Μποϊκοτάρετε τον Φράνκο και τον Σαλαζάρ», δηλαδή τους τότε δικτάτορες της Ισπανίας και της Πορτογαλίας.
Αργότερα, το 1974, το τραγούδι «E Depois do Adeus», του Paulo de Carvalho, που αποτέλεσε τη συμμετοχή της Πορτογαλίας εκείνη τη χρονιά, ήταν μια απλή μπαλάντα χωρίς πολιτικό μήνυμα, που όμως συνδέθηκε με την Επανάσταση των Γαριφάλων.
Ο διαγωνισμός έλαβε χώρα στις 24 Απριλίου 1974 και η προγραμματισμένη μετάδοση του τραγουδιού εκείνο το βράδυ είχε επιλεγεί από την ηγεσία του Κινήματος Ενόπλων Δυνάμεων ως το σύνθημα για να προετοιμαστούν οι μονάδες. Ενα άλλο τραγούδι, που έγινε ο άτυπος ύμνος του κινήματος, το «Grândola Vila Morena», που μεταδόθηκε λίγες ώρες αργότερα από έναν ραδιοφωνικό σταθμό, ήταν το σύνθημα για να ξεκινήσει το κίνημα.
Μοιρολόι για την Κύπρο
Δύο χρόνια μετά, το 1976, η Ελλάδα στέλνει στον διαγωνισμό το μοιρολόι «Παναγιά μου, Παναγιά μου» για την εισβολή στην Κύπρο.
Η Μαρίζα Κωχ, ερμηνεύτρια και συνθέτρια του τραγουδιού, εξιστορεί στα «ΝΕΑ» όσα έγιναν το βράδυ του διαγωνισμού που πραγματοποιήθηκε στη Χάγη της Ολλανδίας: «Θρήνος. Ενα μοιρολόι. Αυτό μου ζήτησε ο Χατζιδάκις. Μου είπε: “Μπορείς να μου γράψεις ένα τραγούδι που να είναι θρήνος, να είναι μοιρολόι γι’ αυτό που ζούμε;”. Και όντως μέσα σε ένα βράδυ έγραψα αυτό το τραγούδι μαζί με τον στιχουργό Μιχάλη Φωτιάδη. Η ασφάλεια του θεάτρου δεν μπορούσε να εγγυηθεί τη δική μου παρουσία. Χρειάστηκε να υπογράψω στην κουίντα ότι βγαίνω με δική μου ευθύνη, γιατί υπήρχε τηλεφώνημα για ελεύθερο σκοπευτή. Υπέγραψα παρά τις αντιρρήσεις της συνοδείας που πάντα υπάρχει από την ΕΡΤ. Οσο τραγουδούσα δεν φοβήθηκα καθόλου. Ηταν σαν όλο το κοινό να ήταν επάνω στη σκηνή μαζί μου».
Η Μαρίζα Κωχ ανέβηκε στη σκηνή ντυμένη στα μαύρα, με ένα ένδυμα πένθους και θρήνου. Το φόρεμα, όπως αναφέρει η ίδια, ήταν έμπνευσης της Νίκης Γουλανδρή και συνοδευόταν από ένα βυζαντινό κόσμημα, το οποίο φυλασσόταν στην ξενοδοχειακή θυρίδα της Χάγης.
«Στην πρόβα τζενεράλε τραγούδησα μία φορά και στ’ αγγλικά και τα βιολιά σηκώθηκαν και χτυπούσαν τα δοξάρια. Υπήρχε μεγάλος ενθουσιασμός. Νομίζαμε ότι επικοινωνήσαμε το θέμα μας, αλλά τη μέρα του διαγωνισμού είδαμε ότι η Αγγλία δεν μας έδωσε κάποιον βαθμό. Τον μεγαλύτερο τον πήραμε από τη Γαλλία. Οι χώρες κράτησαν μια διπλωματική στάση», αναφέρει η Μαρίζα Κωχ. Η Ελλάδα τερμάτισε 13η, λαμβάνοντας τον μεγαλύτερο βαθμό από τη Γαλλία (8), ενώ σχετικά υψηλή βαθμολογία έδωσαν ακόμη η Ιταλία (5) και η Φινλανδία (4).
Κάτι ανάλογο, σε μικρότερη όμως κλίμακα, είχε γίνει το 1995, όταν την Ελλάδα εκπροσώπησε στη Eurovision η Ελίνα Κωνσταντοπούλου με το τραγούδι «Ποια προσευχή», σε μουσική Νίκου Τερζή και στίχους Αντώνη Παππά. Ηταν η εποχή που το Μακεδονικό πρωταγωνιστούσε στη δημόσια συζήτηση.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία
«Στην εποχή των post-ideological politics, όπου οι πολιτικές ιδεολογίες δεν έχουν τόση πέραση, με την πολιτική να έχει μετακινηθεί σε μεταϊδεολογικά πεδία, είναι προφανές ότι υπάρχει πολιτική πίσω από τον διαγωνισμό. Το 2022 το κλίμα στην Ευρώπη ήταν τέτοιο που όλος ο κόσμος ψήφισε μαζικά την Ουκρανία θέλοντας να την αγκαλιάσει, περνώντας ένα συγκεκριμένο μήνυμα, αποδεικνύοντάς τη νικήτρια», εξηγεί στα «ΝΕΑ» η Λίζα Τσαλίκη, καθηγήτρια Κοινωνικής και Πολιτικής Ανάλυσης της Επικοινωνίας στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Το τραγούδι ήταν εξ ολοκλήρου στα ουκρανικά, ενώ στη σκηνή οι καλλιτέχνες φορούσαν παραδοσιακές φορεσιές έχοντας ως στόχο να αναδείξουν την ουκρανική εθνική ταυτότητα, που πλήττεται και δέχεται επίθεση από τη Ρωσία, χωρίς να γίνεται κάποια συγκεκριμένη αναφορά στον πόλεμο. «Ενα τραγούδι μπορεί να περάσει μέσα από τους στίχους το πολιτικό μήνυμα ή μέσα από την επιτέλεση, δηλαδή από την performance. Μπορεί να το περάσει ακόμα και μέσα από τον μύθο που δημιουργεί. Αν, δηλαδή, στόμα με στόμα δημιουργηθεί μια εικόνα ότι το τραγούδι αυτό φέρει ένα μήνυμα, ακόμα και αν οι στίχοι του είναι δυσνόητοι στο κοινό», αναφέρει από την πλευρά του ο Κώστας Κατσάπης.
Ο μουσικός αντίκτυπος της διάλυσης της ΕΣΣΔ
Μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Eνωσης αυξήθηκαν τα περιστατικά όπου οι χώρες θέλησαν να περάσουν πολιτικά μηνύματα μέσα από τον διαγωνισμό, γνωρίζοντας ότι θα ακουστούν σε όλη την Ευρώπη.
Το 2009 η Γεωργία επιχείρησε να διαμαρτυρηθεί για τη ρωσική εισβολή με το τραγούδι «We Don’t Wanna Put In». Η αναφορά στον ρώσο πρόεδρο ήταν τόσο προφανής που το τραγούδι αποκλείστηκε από τη διοργάνωση.
Στις 11 Μαρτίου του 2021, η ΕΒU με ανακοίνωσή της δεν έκανε αποδεκτή την υποψηφιότητα της Λευκορωσίας στον διαγωνισμό εξαιτίας των πολιτικών στίχων του τραγουδιού που κατέθεσε η χώρα. Ωστόσο, υπάρχουν και οι περιπτώσεις που τέτοια τραγούδια πέρασαν από τον έλεγχο. Το 2016, η Ουκρανία συμμετείχε με το τραγούδι «1944», που ερμήνευσε η Jamala, το οποίο ήταν εμπνευσμένο από την ιστορία της οικογένειάς της που εκδιώχθηκε από την Κριμαία μαζί με άλλους Τατάρους από τον Στάλιν. Το τραγούδι δεν αναφερόταν άμεσα στην προσάρτηση της Κριμαίας το 2014 από τη Ρωσία, ωστόσο τόσο η θεματική του όσο και η χρονική συγκυρία παρέπεμπαν ευθέως σε αυτήν.
Η Ρωσία υποστήριξε πως η συμμετοχή της Ουκρανίας δεν ακολουθεί τους κανόνες του διαγωνισμού και κάλεσε την EBU να αποκλείσει τη χώρα, με την Ενωση να απαντά πως «το τραγούδι είναι ιστορικό, όχι πολιτικό». Μάλιστα, ήταν το νικητήριο εκείνης της χρονιάς.
Το 2016 η Αρμενία στέλνει την Ιβέτα Μουκουτσιάν, η οποία κατά τη διάρκεια της επανάληψης των τραγουδιών κράτησε στα χέρια της μια σημαία του θυλάκου Ναγκόρνο Καραμπάχ που υπήρξε το επίδικο των αλλεπάλληλων ένοπλων συγκρούσεων με το Αζερμπαϊτζάν.
Το Παλαιστινιακό
Ομως και το Παλαιστινιακό έχει συχνά βρει τον δρόμο του για τη Eurovision. Το 2019, χρονιά κατά την οποία ο διαγωνισμός έλαβε χώρα στο Ισραήλ, τα μέλη του συγκροτήματος Hatari, που εκπροσωπούσε την Ισλανδία, κατά τη διάρκεια των αποτελεσμάτων σήκωσαν κασκόλ με τη σημαία της Παλαιστίνης.
Φέτος, το Ισραήλ κινδύνεψε με αποκλεισμό λόγω της συμμετοχής του με το τραγούδι «October Rain», που αναφέρεται στα γεγονότα της επίθεσης της Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου 2023. Τελικά, η χώρα υποχρεώθηκε να αλλάξει τίτλο και στίχους και συμμετέχει κανονικά στο φεστιβάλ. «Πάντοτε στον θεσμό, κράτη που βιώνουν μια δύσκολη συγκυρία προσπαθούν αυτή την εμπειρία να την εντάξουν στο τραγούδι, να την αξιοποιήσουν με κάποιο τρόπο», υπογραμμίζει ο Κώστας Κατσάπης, καθηγητής Πολιτισμικής Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Πέρα από τα τραγούδια
Η ψηφοφορία και οι πολιτικές ταυτότητας
Δεν είναι όμως μόνο οι συμμετοχές που έχουν πολιτικά μηνύματα. Ακόμα και οι ψήφοι που ανταλλάσουν οι χώρες μεταξύ τους έχουν ένα διακριτό πολιτικό στίγμα, όπως και τα αναμενόμενα «zero points» μεταξύ κρατών σε αντιπαράθεση, όπως στην περίπτωση της Αρμενίας και του Αζερμπαϊτζάν. «Υπάρχουν συμμαχίες μεταξύ των χωρών στη βάση παλιών ιδεολογικών συμμαχιών, αλλά και έχθρες που βασίζονται στην ψυχροπολεμική εποχή. Για παράδειγμα, όλοι ξέρουν πως οι βαλτικές δημοκρατίες αλληλοσυμπαθιούνται και ανταλλάσσουν βαθμούς. Αλλο παράδειγμα είναι η Κύπρος με την Ελλάδα που ανταλλάσουν το παραδοσιακό “δωδεκάρι”. Μάλιστα, συχνά η εν λόγω ανταλλαγή σχολιάζεται και από τους εκφωνητές του διαγωνισμού των εκάστοτε χωρών. Υπάρχουν επίσης οι πληθυσμοί που έχουν μεταναστεύσει σε άλλες χώρες και ψηφίζουν μαζικά τη συμμετοχή της πατρίδας τους» υπογραμμίζει η Λίζα Τσαλίκη.
Η ίδια στέκεται και στις πολιτικές ταυτότητας (identity politics) που χαρακτηρίζουν τον διαγωνισμό: «Είναι ένας χώρος όπου πολλές χώρες θεωρούν ότι είναι must να πάνε με εναλλακτικό καλλιτέχνη, άντρα, γυναίκα ή non-binary. H Eurovision παίρνει εδώ και αρκετά χρόνια πολιτική θέση απέναντι σε ζητήματα ταυτότητας και “αγκαλιάζει” τα θέματα συμπερίληψης που αφορούν, για παράδειγμα, τη σεξουαλικότητα και το φύλο. Oλα αυτά είναι ζητήματα πολιτικής φύσης. Το πολιτικό στοιχείο δεν εκφράζεται μόνο στο τι συμβαίνει στις χώρες, δεν περιορίζεται, δηλαδή, μόνο στη συμβατική έννοια της πολιτικής. Ο διαγωνισμός αυτός αποτελεί έναν χώρο όπου αρθρώνεται ο λόγος γύρω από την πολιτική της ταυτότητας και το κοινό περιμένει να υπάρχουν κάθε χρόνο καλλιτέχνες και τραγούδια που συζητούν και “ανοίγουν” αυτά τα θέματα».