Το μεγαλύτερο καλαμπούρι με την περίπτωση του τουρισμού στην Αθήνα είναι ότι πάσχει από υπερτουρισμό. Το πρόβλημα αλλά και το πλεονέκτημά μας είναι ακριβώς το αντίθετο, ότι ακόμα δεν μας επισκέπτονται πολλοί. Η Αθήνα των 5 εκατoμμυρίων κατοίκων μόλις που πλησιάζει τα 6 εκατομμύρια τουρίστες ετησίως. Η Βαρκελώνη του περίπου ίσου (σε μητροπολιτικό επίπεδο) αριθμού κατοίκων, υποδέχεται κάθε χρόνο 32 εκατομμύρια τουρίστες! Εξι φόρες πάνω από την Ελλάδα.
Στη δική μας περίπτωση το πρόβλημα της αίσθησης υπερτουρισμού δημιουργείται, όχι από το γεγονός ότι υποδεχόμαστε πολλούς τουρίστες, αλλά ότι αυτούς τους φιλοξενούμε σε άσχημες συνθήκες, σε μερικά τετράγωνα γύρω από την Ακρόπολη, στο κέντρο της Αθήνας. Με λίγα λόγια, δεν έχουμε δημιουργήσει ακόμα σοβαρό τουριστικό προϊόν, ανθεκτικές υποδομές κάθε είδους, για να φιλοξενήσουμε μεγαλύτερο αριθμό τουριστών. Ως αποτέλεσμα αυτής της αδυναμίας χάνουμε έσοδα, που θα ήταν χρήσιμα για να βελτιώσουμε τη ζωή των κατοίκων της πόλης.
Αυτή η ευθύνη δεν είναι θέμα προφανώς του ιδιωτικού τομέα. Τα ξενοδοχεία και τα εστιατόρια, οι επίσημες επιχειρήσεις τουρισμού, αλλά και οι άτυπες επιχειρήσεις της βραχυχρόνιας μίσθωσης, έχουν κάνει τη δουλειά τους. Η δουλειά που πρέπει να γίνει αφορά το κράτος σε όλες τις εκφάνσεις του. Την περιφέρεια, τον δήμο, τα συναρμόδια υπουργεία. Ολοι αυτοί μαζί πρέπει να επενδύσουν και να είναι σίγουροι ότι η επιστροφή επιπλέον εσόδων που θα πάρουν θα είναι γενναιόδωρη.
Η Βαρκελώνη, όπου η επένδυση έχει γίνει, αυστηροποιεί συνεχώς τους κανόνες και απολαμβάνει μια τεράστια πηγή εσόδων ικανή να βελτιώσει την καθημερινότητα των κατοίκων της. Καινούργια λεωφορεία, υπερσύγχρονα ταξί και πεντακάθαρα πεζοδρόμια δημιουργούν την εικόνα μιας πόλης που χαρακτηρίζεται από ευταξία. Στους δρόμους του κέντρου απαγορεύεται ακόμα και για τους μόνιμους κατοίκους παντού το παρκάρισμα, από το πρωί έως το βράδυ, προκειμένου να διευκολύνεται η κυκλοφορία. Ακόμα και για τις ορδές των τουριστικών γκρουπ, υπάρχουν αυστηροί κανόνες (μόνο έως 20 άτομα η ξενάγηση) και αυστηρά πρόστιμα, συγκεκριμένων ορίων, ενώ τα πούλμαν τους μπορούν και προσεγγίζουν μόνο από απόσταση τα τουριστικά αξιοθέατα σε ειδικά σχεδιασμένες περιοχές.
Εμείς εδώ ακόμα συζητάμε αν θα πρέπει να ανοίξουμε την πεζοδρομημένη Βασιλίσσης Ολγας, ενώ θα έπρεπε να εξετάζουμε τον μεγαλύτερο περιορισμό της χρήσης αυτοκινήτου σε όλο το κέντρο της πόλης. Επιτρέπουμε να κυκλοφορούν αστικά μέσα μεταφορών ερείπια, ακατάλληλα όχι μόνο για την τουριστική μας εικόνα, αλλά επικίνδυνα για κάθε επιβάτη, ενώ αδιαφορούμε για την κατάσταση των ταξί τα οποία έχουν συνεχώς ανανεούμενες άδειες κυκλοφορίας 20ετίας και βάλε. Η βρωμιά και η ασύδοτη χρήση του δημόσιου χώρου είναι μόνιμη συνθήκη.
Με λίγα λόγια, πριν ξεκινήσει η συζήτηση για την αύξηση των τελών που πληρώνουν οι ιδιωτικές επιχειρήσεις (ξενοδοχεία, εστιατόρια κ.λπ.), πρέπει να δούμε τι υπηρεσίες απολαμβάνουν αυτές και οι πελάτες τους, βάσει των ποσών που ήδη πληρώνουν. Για να γίνει αυτό, πρέπει να παρουσιαστεί ένα ολοκληρωμένο σχέδιο σοβαρής τουριστικής ανάπτυξης της ευρύτερης περιοχής της Αθήνας, με τη συμμετοχή όλων των φορέων με στόχο περισσότερα έσοδα που θα χρηματοδοτήσουν όχι μόνο το τουριστικό προϊόν, αλλά κυρίως τη βελτίωση της ζωής των κατοίκων της. Καθόμαστε πάνω σε έναν θησαυρό, τον αθηναϊκό τουρισμό, ο οποίος χρειάζεται τακτοποίηση και επένδυση για να ανθήσει και αντί να τον αξιοποιούμε γκρινιάζουμε για την κακή λειτουργία του, για την οποία εμείς ευθυνόμαστε.