Είναι ένα βίντεο 90 δευτερολέπτων, που ξεκινάει με μία έκρηξη χαράς, καταλήγει σε δάκρυα και γίνεται γρήγορα αντικείμενο πολιτικής εκμετάλλευσης. Είναι Τετάρτη 1η Μαΐου του 2024, έναν μήνα και κάτι πριν από τις ευρωεκλογές, στη Γαλλία. Η 60χρονη Κολόμπ («Περιστέρα») εμφανίζεται σε μία προεκλογική συνάντηση της ακροδεξιάς Εθνικής Συσπείρωσης (RN) στο Περπινιάν. Μιλάει στην κάμερα του TF1 για τις καθημερινές της δυσκολίες και την πίστη της σε ένα άτομο που δεν κατονομάζει αλλά που όλοι αναγνωρίζουν: «Είμαι στο RSA [εισόδημα ενεργού αλληλεγγύης, ένα συμπλήρωμα για τα άτομα με ανεπαρκές επαγγελματικό εισόδημα] και δυσκολευόμαστε να ζήσουμε, δεν μπορούμε να πληρώσουμε τους λογαριασμούς, έχουμε δικαστικούς επιμελητές και απειλές. Εκείνη είναι η μόνη που ξεχωρίζει από το σύστημα και λέει “Ελάτε, ακολουθήστε με, θα παλέψουμε”».
Η Κολόμπ είναι λευκή, γέννημα-θρέμμα Γαλλίδα, όχι κάποια μετανάστρια που ζει χάρις στην κοινωνική πρόνοια και έχει, επιπλέον, το θράσος να γκρινιάζει. Το βίντεο γίνεται viral, έχει περισσότερες από 12 εκατομμύρια θεάσεις – που η RN ελπίζει φυσικά να μετασχηματιστούν σε ψήφοι στις 9 Ιουνίου. Το θέμα παίζει για μέρες στις πρωινές ενημερωτικές εκπομπές της τηλεόρασης. Η Μαρίν Λεπέν φροντίζει άλλωστε να το συντηρήσει, με κάθε τρόπο. Παίρνει τηλέφωνο την Κολόμπ, την προτρέπει να «μην το βάζει κάτω», αφού η ίδια «έρχεται». «Να τι λέω σε όλες τις Κολόμπ της Γαλλίας», λέει η ίδια στο RMC και το BFM-TV στις 6 Μαΐου.
Το πλάνο αναρτήθηκε στα σόσιαλ μίντια, υπό τον ήχο λυπητερών βιολιών. Με την ευκαιρία, η Εθνική Συσπείρωση καταγγέλλει τη Restos du Cœur (φιλανθρωπική οργάνωση που διανέμει πακέτα τροφίμων και ζεστών γευμάτων σε όσους τα έχουν ανάγκη) ότι ζήτησε την «αποχώρηση» της Κολόμπ από εθελόντριας λόγω της εγγύτητάς της με το λεπενικό κόμμα – αν και η οργάνωση λέει πως απλώς της «υπενθύμισε τον κανόνα» της πολιτικής ουδετερότητας. Τροφοδοτώντας διαρκώς τη μιντιακή φωτιά, ο δήμαρχος του Περπινιάν και αντιπρόεδρος της RN, ο Λουίς Αλιό, ανακοινώνει με τη σειρά του, με βίντεο που αναρτά στα σόσιαλ μίντια, ότι η Κολόμπ προσελήφθη από το Κοινοτικό Κέντρο Κοινωνικής Δράσης της πόλης του, και ότι από τον Ιούνιο θα έχει πλήρη απασχόληση ως οικιακή βοηθός.
«Η Κολόμπ, είναι η Γαλλία της Μαρίν Λεπέν, η ξεχασμένη Γαλλία που την ψηφίζει», διακηρύττει ο Σεμπαστιάν Σενού, ο πέμπτος αντιπρόεδρος της γαλλικής Εθνοσυνέλευσης. «Αυτό θα μπορούσε να είναι ένας επιταχυντής σωματιδίων για την εκστρατεία του Ζορντάν», διαβεβαιώνει αναφερόμενος στον νέο και φωτογενή Ζορντάν Μπαρντελά, τον πρόεδρο της RN και επικεφαλής της κομματικής λίστας στις ευρωεκλογές, «ένα μπούστερ της ψήφου στην RN, όπως ήταν η επίθεση στον Παπί Βουάζ το 2002».
***
Είναι Παρασκευή 19 Απριλίου του 2002, δύο ημέρες πριν από τον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών στη Γαλλία. Είναι το τέλος μιας προεκλογικής εκστρατείας με κυρίαρχο θέμα την εγκληματικότητα και την ανασφάλεια. Στο βραδινό δελτίο ειδήσεων του TF1, που παρουσιάζει τότε η Κλερ Σαζάλ, εμφανίζεται το μωλωπισμένο και πονεμένο πρόσωπο ενός συμπαθούς γέροντα, ξαπλωμένου σε κρεβάτι νοσοκομείου. Ο Πολ Βουάζ, ένας 72χρονος με κατάλευκα μαλλιά και ευγενική φυσιογνωμία, είχε δεχθεί επίθεση μέσα στο χαμόσπιτο όπου διέμενε, σε μία «ευαίσθητη» περιοχή της Ορλεάνης. Οι δράστες αναζητούσαν χρήματα, δεν βρήκαν, κατέληξαν να βάλουν φωτιά στο σπίτι.
Τα μίντια παίρνουν φωτιά. Το πρόσωπο του «Παπί» – «Παππούλη» – Βουάζ που είχε γράψει «Ειρήνη στους καλοπροαίρετους ανθρώπους» πάνω από την πόρτα του σπιτιού του, περνάει σε λούπα από όλες τις οθόνες. Μόνο το δίκτυο LCI το δείχνει 19 φορές μέσα σε 24 ώρες. Χάρις σε μία επιχορήγηση του δήμου και πολυάριθμες δωρεές από ιδιώτες, το σπίτι του θα ανοικοδομηθεί και θα του αποδοθεί με φανφάρες. Ομως ο Πολ Βουάζ δεν μπόρεσε να το χαρεί για καιρό. Υπέφερε από διαβήτη, χρειάστηκε λοιπόν να νοσηλευτεί, και το 2004 εισήχθη σε έναν οίκο ευγηρίας στο Λαγί-αν-Βαλ, όπου και πέθανε το 2011. Με αφορμή τον θάνατό του, η «Le Monde» θύμιζε τότε πως παρά τη φρενίτιδα των ΜΜΕ, τα αποτελέσματα της αστυνομικής έρευνας ήταν πενιχρά. Τον Φεβρουάριο του 2003, είχε συλληφθεί ένας 22χρονος που τελικά όμως αφέθηκε ελεύθερος, ελλείψει επαρκών αποδεικτικών στοιχείων. Ο ίδιος ο Βουάζ, άλλωστε, δεν είχε συνεργαστεί ιδιαίτερα με την αστυνομία.
Εκ των υστέρων, η υπόθεση αυτή θεωρείται η επιτομή του μιντιακού αφηνιάσματος, και των συνεπειών που μπορεί να έχει. Γιατί κατά γενική ομολογία, οι εικόνες του πρησμένου και δακρυσμένου προσώπου του γέροντα, που εμφανίζονταν ξανά και ξανά στις τηλεοράσεις, βοήθησαν τον Ζαν-Μαρί Λεπέν να προκριθεί στον δεύτερο προεδρικό γύρο, μαζί με τον Ζακ Σιράκ, αποκλείοντας τον σοσιαλιστή Λιονέλ Ζοσπέν. Για χρόνια κυκλοφορούσαν μάλιστα φήμες ότι όλο αυτό ήταν μία σκευωρία, όμως δεν αποδείχθηκε ποτέ. Σε κάθε περίπτωση, ο ίδιος ο (τότε) διευθυντής ενημέρωσης του TF1, Ρομπέρ Ναμιάς, θα χαρακτήριζε αργότερα «λάθος» τη μιντιακή κάλυψη του θέματος. Η ιστορία, λοιπόν, επαναλαμβάνεται; Αν συμβαίνει αυτό, σίγουρα δεν πρόκειται για φάρσα.