Οταν είσαι επιτροπή κόμματος και επιλέγεις για υποψήφιους τον καθηγητή-ιατρό στη Σορβόνη κύριο Γεροτζιάφα και την παρουσιάστρια κ. Ράνια Θρασκιά και ο κόσμος ψηφίζει δαγκωτό Θρασκιά, τότε παίρνεις ένα πολύ σκληρό μάθημα περί του τι είναι πολιτική, πραγματικότητα, ιεραρχίες, αντίληψη των εκλογέων και μαθαίνεις να σέβεσαι τον αιώνιο λαϊκισμό – τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό. Αν έχεις πιο απόλυτες απόψεις, παρατάς την πολιτική, παίρνεις μια κατσίκα κι ένα Μάκιντος κι ανεβαίνεις σε ένα βουνό να γράφεις λυρικά ποιήματα.
Γι’ αυτό όλοι ονειδίζουν τον λαϊκισμό, αλλά κανείς δεν τον περιφρονεί. Ξέρουν τι λαχτάρες μπορεί να επιφυλάξει σε ανθρώπους που έχουν μια κάποια, ακαδημαϊκή κι αθώα αντίληψη περί του βίου, τι αξίζει και τι όχι, ποιες είναι οι όντως ιεραρχίες στα μυαλά των άλλων, και πως υπάρχουν άνθρωποι που πιστεύουν ότι εφόσον ο Ζαγοράκης είναι εξαίρετος ποδοσφαιριστής, άρα είναι κατάλληλος και για ευρωβουλευτής, ή για διοικητής πυρηνικού υποβρυχίου – ευτυχώς που δεν ψηφίζουμε και για τα στρατιωτικά αξιώματα διότι η Αλίκη θα ήταν από χρόνια επικεφαλής στο Ναυτικό.
Κι ευτυχώς δεν έχουμε και ιδιαίτερη ροπή στα δημοψηφίσματα, οπότε θα ήταν πολύ αμφίβολο κατά πόσο θα υπήρχαμε ακόμα ως χώρα – γι’ αυτό μη λοιδορούμε με ιδιαίτερο πάθος τα κόμματα που κατεβάζουν υποψηφίους απ’ το ποδόσφαιρο, απ’ τα κομμωτήρια, απ’ τα πρωινάδικα ή απ’ την πασαρέλα, διότι τα κόμματα έχουνε καεί απ’ τον αισθητισμό, ξέρουν το χνώτο του κόσμου κι ότι ουκ ολίγοι ψηφίζουν για Ευρωβουλή όπως θα ψήφιζαν για Γιουροβίζιον, ή ποιος θα φύγει αύριο απ’ το Survivor. Ξέρουν πως αρκετοί, με την ίδια συναίσθηση σοβαρότητας διαλέγουν απ’ το γυαλί ποιοι θα μας εκπροσωπήσουν στις Βρυξέλλες και πως υπάρχει ήδη ένα κοινό τηλεοπτικό το οποίο αντιλαμβάνεται τα πάντα ως εκδοχή της τηλεόρασης κι αφού δεν βλέπουν κάποιον έστω σε ένα σίριαλ, άρα αυτός δεν υπάρχει εντός του πραγματικού κόσμου. Δεν πα να είσαι διευθυντής στη NASA, αστροναύτης, κοσμοναύτης, καντηλανάφτης, αφού δεν σε βλέπουν σε κανένα πρωινάδικο, ποτέ, άρα δεν υφίστασαι και ως ύπαρξη. Ποιος σου φταίει αν δεν κατάλαβες τα ποπ μηνύματα των καιρών;
Οπότε τι να κάνουν και οι υπεύθυνοι των κομμάτων, αυτοί που διαλέγουν υποψηφίους για τις εκλογές, κάθε τόσο – διότι μην ξεχνούμε πως στις εκλογές παίζει αποκλειστικό ρόλο η νίκη, πάση θυσία, αυτή είναι η στόχευση, και τίποτε άλλο. Οι γριές αλεπούδες, επομένως, της πολιτικής γνωρίζουν τα χούγια του κόσμου κι ότι καλύτερος υποψήφιος είναι εκείνος που νικάει επί του πραγματικού κόσμου που δεν είναι πραγματικός – και τι να τον κάνεις τον κοσμοναύτη όταν ο κοσμάκης ψηφίζει, εντελώς προσγειωμένα, τη θεία απ’ το καθημερινό σίριαλ, ή τον λεβέντη με το μπλουτζίν που λέει τόσο μελοδραματικά τον καιρό, για να ξέρουμε αν θα βρέξει κι αν θα μεγαλώσουν τα καλαμπόκια μας;
Πάντως και σε κάθε περίπτωση και αιωνίως δεν μπορεί να υπάρξει βίος χωρίς μια κάποια δόση ελαφρότητας, λαϊκισμού, ποπ διασκέδασης, επιπόλαιης πρόσληψης της ζωής, ανάλαφρης τέχνης – καταρχήν αυτά είναι και κάποια απ’ τα χαρακτηριστικά της νεότητας. Και δεν μπορεί να υπάρξει τηλεόραση παγκοσμίως χωρίς ώρες με προγράμματα διασκέδασης, κωμωδίας, κουτσομπολιού, περιηγήσεων κ.λπ.
Δεν μπορεί το κοινό να βλέπει διαρκώς μια τηλεόραση βαρύγδουπων αναλύσεων, βλοσυρής σοβαροφάνειας, σκοτεινής προπαγάνδας, με πένθιμα προγράμματα, βαρέως διδακτικά, ηθικοπλαστικά – ο θεατής σύντομα θα άρπαζε το τσεκούρι και θα τη διέλυε. Ποιος ανέχεται να του κάνουν διαρκώς μάθημα, προπαγάνδα, κάποιον παπάντζα που θα το κανοναρχεί νυχθημερόν περί της έννοιας του Καλού, της σεμνότητας και των αξιών; Ποιος θα ανεχόταν για παρουσιάστρια μια ιδρωμένη καλόγρια, ή έναν αγράμματο τενεκετζή ινστρούχτορα που θέλει να μας σώσει και αυτός απ’ τον ιμπεριαλισμό;
Θα πεις: ελαφρότητα δεν σημαίνει και λαϊκισμός. Σίγουρα, αλλά υπάρχει μια κοινή περιοχή, ως διάθεση και τόνος καταρχήν, ως στάση όπου ο άνθρωπος νιώθει πιο χαλαρός, λιγότερο υπεύθυνος, υπάρχουν ώρες ευθύνης αλλά και ώρες εκτόνωσης, υπάρχει και η διάθεση για κάτι ανάλαφρο, όχι δυσνόητο, έτσι για να περνάει η ώρα και λόγω αυτού μπορεί να φτάσουμε, κατά προέκταση, στον λαϊκισμό. Εάν εθιστούμε στο αφρόλουτρο, κάτι που συμβαίνει συχνά. Αλλά τι να κάνουμε; Η ύπαρξη λαϊκισμού είναι μια παντοτινή παράμετρος, με μειώσεις και εξάρσεις και με πολλούς τρόπους έκφρασης, είναι μια εύκολη διαδικασία μη-σκέψης, χωρίς απαιτήσεις, που τ’ αλέθει όλα με μηχανισμούς γενικότητας ή μανιχαϊσμού και συχνά ενυπάρχει εκλεπτυσμένος ακόμα και σε καλές οικογένειες.
Ο πολιτικός που δεν είναι λαϊκιστής αλλά που ξέρει ότι η αντίληψη αυτή ζει εκεί έξω, δεν κλείνει τα μάτια, δεν τον υιοθετεί, αλλά τον διαχειρίζεται σε κάποιο βαθμό με στόχο την ωφέλεια, και με τον κυνισμό του κέρδους, της νίκης. Αρκεί να μην το παρακάνει. Οσοι ψηφίζουν δεν είναι κυρ-Παντελήδες, αλλά ούτε και οι κυρ-Παντελήδες είναι πάντα διανούμενοι, ή λογικοί άνθρωποι. Υπάρχει μια, όχι μεγάλη, αλλά ίσως κρίσιμη μάζα λαϊκισμού που απαιτεί σωστή διαχείριση.