Λίγες ώρες πριν αφήσει την τελευταία του πνοή, ο Στράτος Διονυσίου τραγουδούσε στο μαγαζί «Στράτος», ενώ νωρίτερα το ίδιο απόγευμα, ηχογράφησε 9 τραγούδια για τον δίσκο «Ποιος άλλος» που κυκλοφόρησε ένα μήνα μετά τον θάνατό του, κάνοντας ρεκόρ πωλήσεων.
Σύμφωνα με τον στιχουργό Τάκη Μουσαφίρη, το τελευταίο τραγούδι που ηχογράφησε εκείνη την ημέρα ήταν το «Μη μ’ αφήνεις μόνο μου».
Ο Στράτος Διονυσίου πέθανε από ρήξη ανευρύσματος κοιλιακής αορτής το πρωί της 11ης Μαΐου 1990, σε ηλικία 54 ετών. Βρέθηκε λιπόθυμος σε σουίτα του ξενοδοχείου «Χανδρής» στη λεωφόρο Συγγρού (απέναντι από τον Ιππόδρομο του Νέου Φαλήρου), την οποία νοίκιαζε για να παρακολουθεί, όχι μόνο τις αγαπημένες του ιπποδρομίες, αλλά και την προπόνηση των αλόγων του. Ο λαϊκός τραγουδιστής ξεψύχησε κατά τη μεταφορά του στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός».
Παρά τη σύντομη αλλά ιδιαίτερα πολυτάραχη ζωή του κατάφερε να αφήσει πίσω του σημαντική καλλιτεχνική παρακαταθήκη, ώστε να θεωρείται ένας από τους κορυφαίους ερμηνευτές του λαϊκού και ελαφρολαϊκού τραγουδιού, με στιβαρή φωνή και μεγάλες διαχρονικές επιτυχίες
Η πρώτη του επαγγελματική εμφάνιση έγινε στο κέντρο «Φαρίντα» της Θεσσαλονίκης, όπου έκανε αίσθηση με την πλούσια και τη γεμάτη φωνή του, με τη χαρακτηριστική και υπέροχη βραχνάδα.
Τη δεκαετία του ’50 ο Διονυσίου κατέβηκε στην Αθήνα και ξεκίνησε να γράφει τη δική του ιστορία. Ένας από τους σταθμούς της μεγάλης καριέρας του ήταν το 1967 όταν γνωρίστηκε με τον Άκη Πάνου, ο οποίος του έγραψε μερικές από τις μεγάλες του επιτυχίες: «Γιατί, καλέ γειτόνισσα» (1968), «Φέρτε το παιδί του χάρου» (1971), «Στο σταθμό του Μονάχου» (1972), «Ήταν ψεύτικα» (1972), «Μια γυναίκα» (1984), «Ασ’ τη να φύγει» (1984) κ.ά.
Το 1955 παντρεύτηκε τον παιδικό του έρωτα, τη Γεωργία Λαβένη, με την οποία απέκτησαν τέσσερα παιδιά: τον Άγγελο, την Τασούλα, τον Στέλιο και τον Διαμαντή
Σημαντική στιγμή ήταν ακόμα όταν τον ανακάλυψε ο Μίμης Πλέσσας στο κέντρο «Σου-Μου» της Ιεράς Οδού και του έδωσε να τραγουδήσει το «Βρέχει φωτιά στη στράτα μου» σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου, που έγραψε για την ταινία «Ορατότης μηδέν» με πρωταγωνιστή τον Νίκο Κούρκουλο, ένα τραγούδι που σημείωσε τεράστια επιτυχία.
Τα ναρκωτικά, η φυλακίση και η κατιούσα στην καριέρα
Σε μία περίοδο που η καριέρα του είχε απογειωθεί, ο Στράτος έμπλεξε σε μια υπόθεση ναρκωτικών, που ο ίδιος τη χαρακτήρισε πλεκτάνη. Στις 30 Μαΐου 1975 καταδικάσθηκε σε φυλάκιση 3 ετών κι εκτόπιση τριών ετών στα Γιάννινα για κατοχή ποσότητας ναρκωτικών (χασίς).
Κατά την προσαγωγή του στο δικαστήριο ο Στράτος Διονυσίου θα αρνιόταν να απαντήσει σε ερωτήσεις των δημοσιογράφων. Μάλιστα δύο φωτορεπόρτερ, στην οδό Αρσάκη, θα επιχειρούσαν να τον φωτογραφίσουν, με τον Στράτο να κυνηγάει τον έναν, και με τους φίλους του να καταδιώκουν τον δεύτερο – κάποιον Σπυρίδωνα Ζαφειράτο.
Οδηγήθηκε στις φυλακές της Τίρυνθας, όπου παρέμεινε μέχρι το Πάσχα του 1976, οπότε αποφυλακίστηκε. Η καριέρα του, όμως, είχε πάρει την κατιούσα και το καλλιτεχνικό κύκλωμα τον είχε απορρίψει.
Πάντα είχα ψηλά το κεφάλι
«Στενοχωριέμαι για τα παιδιά μου και μόνο. Έχω ένα αγόρι (σ.σ. τον Άγγελο) και ένα κορίτσι (σ.σ. την αείμνηστη Τασούλα) (σ.σ. τα άλλα δύο παιδιά, ο Στέλιος και ο Διαμαντής, δεν είχαν γεννηθεί ακόμη), είχε δήλώσει ο Στράτος Διονυσίου σε αυτή τη δύσκολη περιπέτεια της ζωής του.
«Τα παιδιά πηγαίνουν στο Γυμνάσιο, και όπως καταλαβαίνετε θα έχουν έρθει σε πολύ δύσκολη θέση, για τα όσα γράφτηκαν και ακούστηκαν για τον πατέρα τους. Σ’ όλη μου τη ζωή, στην καριέρα μου, σαν καλλιτέχνης, δεν είχα ποτέ προβλήματα.
Πάντα είχα ψηλά το κεφάλι. Μακριά από πάρε-δώσε με την αστυνομία. Ούτε ως μάρτυρας δεν έχω πάει σε δικαστήριο. Από το 1960 που τραγουδάω περπάταγα πάντα σε τεντωμένο σχοινί. Πρόσεχα και το παραμικρό μου βήμα. Δυσκολεύτηκα, αλλά δεν έχασα την ισορροπία μου.
Κάθε μέρα που πηγαίνω στο μαγαζί βρίσκω να με περιμένουν τέσσερα-πέντε μπατιράκια και τα χαρτζιλικώνω. Δεκαπέντε χρόνια παλεύω, για να φθάσω μέχρι εδώ. Τώρα που έφθασα κι εγώ στην κορυφή θέλουν να με γκρεμίσουν. Πώς θα πάω σπίτι μου και θα δω τους γείτονές μου;».
H βοήθεια του Τόλη Βοσκόπουλου και η επιστροφή στις πίστες
Με τη βοήθεια του στενού του φίλου Τόλη Βοσκόπουλου, που μεσουρανούσε εκείνη την περίοδο στις πίστες, κατόρθωσε να σταθεί στα πόδια του και να επανέλθει σύντομα στο προσκήνιο με διαχρονικές επιτυχίες, όπως τα τραγούδια «Τα πήρες όλα» (1981) και «Και λέγε λέγε» (1981) των Θανάση Πολυκανδριώτη και Γιάννη Πάριου, «Άκου, βρε φίλε» (1982) των Τάκη Σούκα και Κώστα Κοφινιώτη, «Ο Σαλονικιός» (1985) και «Με σκότωσε γιατί την αγαπούσα» (1985) των Τάκη Σούκα και Κώστα Κοφινιώτη, «Εγώ ο ξένος» (1988) και «Λέγε με παλιόπαιδο» (1988) του Τάκη Μουσαφίρη.
Η αγάπη του στα άλογα
Ο ίδιος έλεγε ότι δεν δεχόταν τον χαρακτηρισµό «αλογοµούρης» που επικρατούσε στην πιάτσα, αλλά προτιµούσε το «φίλιππος».
Στα άλογά του έδινε τα ονόµατα των ανθρώπων που αγαπούσε και θαύµαζε αλλά και των µεγάλων του επιτυχιών. Μερικά από τα ονόµατα που τους είχε δώσει ήταν Στελάρας, Μικρός ∆ιαµαντής, Τασούλα, Γεωργία, Ξανθός Αγγελος, Μεγάλη Αναστασία (από τη µητέρα του), αλλά και Φαντασία, Κολούµπια και Εντιθ Πιαφ, την οποία θαύµαζε απεριόριστα.
Τη σουίτα 707 που είχε µόνιµα στο ξενοδοχείο Χανδρής, σύµφωνα µε τον γιο του Αγγελο, την έκλεισε ύστερα από έναν αγώνα που τον απέκλεισαν οι κριτές από τον ιππόδροµο.
Η σουίτα ήταν στον πάνω όροφο του ξενοδοχείου και λειτούργησε ως παρατηρητήριο. Πήγαινε εκεί τις µέρες των ιπποδροµιών και παρακολουθούσε µε κιάλια τις κούρσες.
Οι πολιτικές του θέσεις
Αντιπαθούσε τον ΕΛΑΣ, λόγω του ότι είχε μάθει ότι άφησαν έναν διοικητή των ταγμάτων ασφαλείας που ονομαζόταν Παπούλιας να δραπετεύσει, αφού τους δωροδόκησε. Κρατούσε αρνητική στάση απέναντι στην επιρροή της Αμερικής στην Ελλάδα, δηλώνοντας «Πιστεύω ότι η Ελλάδα διατάζεται από τα μεγάλα αφεντικά, τους Αμερικανούς, μας έχουν χωρισμένους από χρόνια και είμαστε σαν οικόπεδα της Αμερικής. Ό,τι θέλει η Αμερική θα κάνουμε.».