Ποιος τολμάει να γελάει περιπαικτικά με τη συζήτηση για τη Eurovision; Οχι πολλοί πια – και όχι μόνο γιατί η Μαρίνα Σάττι διεκδικεί μια καλή θέση στον σημερινό τελικό.

Δύο χρόνια πριν από την υπογραφή της Συνθήκης της Ρώμης, το μακρινό 1956, ο Ευρωπαϊκός Διαγωνισμός Τραγουδιού έγινε η πρώτη κοινή, «ενωμένη» δραστηριότητα για τις χώρες που σε λίγα χρόνια θα βρίσκονταν στον πυρήνα της ΕΕ – και, όσο κέρδιζε κοινό και ενδιαφέρον, με τα χρόνια εξελίχθηκε στην πιο διευρυμένη εκδοχή της πολιτικής και νομισματικής ένωσης, με χώρες διασύνδεσης στη βόρεια Αφρική, τη Μέση Ανατολή, ακόμα και στη μακρινή Αυστραλία, όπου το ζωντανό σόου του τελικού προβάλλεται πρωί – πρωί.

Ο ορισμός της πολιτισμικής υπέρβασης, στην οποία αποτυπώνεται εύκολα η ώσμωση των τελευταίων δεκαετιών διακρατικής συνύπαρξης σε έναν κοινό πολιτικό φορέα, χωρίς οι διαφορές να γεφυρώνονται. Ή μήπως όχι;

Ενας από τους πιο αυστηρούς κανονισμούς της EBU είναι πως τα τραγούδια δεν πρέπει να είναι φορτισμένα πολιτικά, δεν πρέπει να φέρουν τέτοιου είδους σύγχρονο μήνυμα.

Και φέτος, που οι διαδηλωτές υπέρ της Παλαιστίνης διαμαρτύρονται έξω από το στάδιο του Μάλμε που διεξάγεται ο διαγωνισμός για τη συμμετοχή του Ισραήλ και εμποδίζουν τους θεατές να φτάσουν στον προορισμό τους κλείνοντας τον δρόμο, ο κανονισμός παραμένει ανέγγιχτος, ίδιος και απαράλλαχτος: τα τραγούδια μπορούν να αφορούν οτιδήποτε εκτός της πολιτικής σκηνής.

Μπορούν να φέρουν πανανθρώπινα κοινωνικά μηνύματα υπέρ της ελευθερίας και κατά της καταπίεσης, αλλά δεν μπορούν να έχουν καμία αναφορά σε καμιά συγκεκριμένη κατάσταση.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΡΙΜΑΙΑ ΣΤΗΝ ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΗ.

Αυτό στην πράξη έχει πολλές πλευρές: πριν από μερικά χρόνια, το 2014 και το 2015, στην πρώτη εισβολή της Ρωσίας στην Κριμαία, ο ήχος χαμήλωσε στα γιουχαΐσματα που ακούγονταν για τους εκπροσώπους της χώρας – όπως συνέβη και φέτος στον ημιτελικό της Πέμπτης, όταν στη σκηνή βρέθηκε η τραγουδίστρια από το Ισραήλ, Eden Golan.

Δύο μέρες πριν, ο πρώην διαγωνιζόμενος με τη Σουηδία Eric Saade «άνοιξε» τον πρώτο ημιτελικό φορώντας μια παλαιστινιακή μαντήλα, παρά τους κανονισμούς και η EBU αρνήθηκε να ανεβάσει την εμφάνισή του στους επίσημους λογαριασμούς της.

Αλλοι ήταν λιγότερο τολμηροί, αλλά φρόντισαν να ενημερώσουν για το τι έχει συμβεί: οι non – binary Bambie Thug, που εκπροσωπούν την Ιρλανδία και σήκωσαν συζήτηση λόγω της «σατανιστικής» εμφάνισης, δήλωσαν στη συνέντευξή τους μετά την πρόκριση πως στο κοστούμι τους υπήρχε αρχικά αναφορά στα όσα συμβαίνουν αυτή τη στιγμή στην Παλαιστίνη, όμως αφαιρέθηκε υπό τον φόβο των διαγωνιστικών κυρώσεων – υπενθυμίζεται πως η Ιρλανδία είναι μία από τις χώρες με την πιο σκληρή φιλοπαλαιστινιακή στάση εντός της ΕΕ.

Τον σχεδόν μισό αιώνα που οι Ευρωπαίοι συντονίζονται για να δουν Eurovision, υπήρξαν «αντάρτικες» πολιτικές υποψηφιότητες, άλλες περισσότερο και άλλες λιγότερο πετυχημένες, που ενίοτε κατάφεραν να φτάσουν και στη σκηνή. Ακόμα όμως κι αν αυτές δεν είχαν συμβεί ποτέ, η ιστορία του διαγωνισμού είναι πολιτική από μόνη της: την ώρα της βαθμολογίας, αποτυπώνεται και μια πολιτική ιστορία συμμαχιών, ίντριγκας και διπλωματικής διαχείρισης εθνικών στερεοτύπων.

Η διαφορά; Εκτός από το μικρόφωνο, αυτή η μάχη δίνεται με καλή επικοινωνία, γκλίτερ, φτερά και ένα παιχνιδιάρικο κλείσιμο του ματιού στους τηλεθεατές οι οποίοι όχι μόνο γνωρίζουν τι γίνεται, αλλά αντί να γκρινιάζουν πια φροντίζουν να παίζουν κι αυτοί, στις δικές τους ψηφοφορίες, με βάση τους άγραφους κανόνες, ενίοτε σπάζοντάς τους μαζί με τα δεσμά των επιτροπών.

Για δεκαετίες μετά την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού, η Eurovision ήταν πεδίο του 20ου αιώνα και όχι του επόμενου.

Χώρες που κάποτε συνυπήρξαν σε μία φρόντιζαν να αλληλοστηρίζονται, οι γείτονες ψήφιζαν γείτονες. Τα γκρουπ παρέμεναν συγκεκριμένα: οι βαλτικές με τις βαλτικές, οι ανατολικοί με τους ανατολικούς, οι ιβηρικοί μεταξύ τους, ενώ η βόρεια Ευρώπη πήγαινε όπου κάθε φορά φαινόταν να πηγαίνει το κύμα.

Υπάρχει εξήγηση και δεν είναι μόνο πολιτική – η πολιτισμική πρόσμειξη σ’ αυτές τις περιστάσεις είναι έντονη, ενώ οι μετακινήσεις πολιτών εντός ΕΕ έφερναν μετανάστες στην ευχάριστη θέση να μπορούν να ψηφίσουν τον εκπρόσωπο της πατρίδας τους όσες φορές ήθελαν.

Η αλλαγή του κανονισμού, που από το 2016 διαχώρισε τη βαθμολογία του κοινού από αυτή των επιτροπών, έκανε την επίδειξη ήπιας ισχύος ακόμα πιο ξεκάθαρη, γιατί κατάφερε να «σπάσει» τον ρόλο της επιτροπής, δηλαδή των επίσημων τηλεοπτικών φορέων κάθε χώρας, για χάρη των τηλεθεατών.

Μετατρέποντας τη Eurovision στον πιο εύκολο τρόπο μια συμμετέχουσα χώρα να συγκεντρώσει τα βλέμματα πάνω της – ή μήπως τυχαία φέτος, σε χρονιά ευρωεκλογών, τα τραγούδια όλων είναι τουλάχιστον αξιοπρεπή;

ΟΙ «ΕΛΙΓΜΟΙ» ΤΗΣ ΕΛΛαΔΑΣ.

Σε αντίθεση με χώρες που έχουν σταθερές συμμαχίες, η Ελλάδα κατάφερε να κερδίσει ή να βρεθεί ψηλά στην κατάταξη μόνο όταν με κάποιον τρόπο «έσπασε» την πατροπαράδοτη ψηφοφορία και κέρδισε βαθμούς από χώρες που δεν περίμενε, όπως η Σουηδία ή το Ηνωμένο Βασίλειο.

Σ’ αυτό το παιχνίδι της διπλωματίας όπως επιχειρεί να μπει κάθε χρόνο, ακόμα και σήμερα.

Αριστοτεχνικά, κατά την παρουσία της στο Μάλμε, η Σάττι επιλέγει να «επικοινωνεί» με όλους τους εκπροσώπους των βαλκανικών χωρών, με την Τουρκία, την Αρμενία και το Αζερμπαϊτζάν, αλλά και τις υπόλοιπες χώρες του ευρωπαϊκού νότου, αναγνωρίζοντας σ’ αυτές έναν πιθανό σύμμαχο – και λόγω των επιρροών του τραγουδιού της.

Η πατροπαράδοτη ανταλλαγή στο 12άρι με την Κύπρο μπορεί να γιουχάρεται στην εκάστοτε αρένα, όμως όταν δεν συμβεί γίνεται πανευρωπαϊκό θέμα συζήτησης. Ετσι έγινε πέρσι, με το 4άρι της Ελλάδας, έτσι έγινε το 2015 και το 2016, όταν και πάλι η Ελλάδα έδωσε 10άρι και 8άρι αντίστοιχα. Και, με την υπενθύμιση ότι μπορεί το ελαφρύ να εξελιχθεί σε σοβαρό ανάλογα τις συνθήκες, η Αθήνα φρόντισε να συμμορφωθεί με τον άτυπο κανόνα της μουσικής διπλωματίας και έδωσε «douze points» τη χρονιά του Κραν Μοντανά, το 2017.

Για την Ελλάδα, δεν υπάρχει ίσως πιο ενδεικτική χρονιά επηρεασμού της κοινής γνώμης από το 2011, στις αρχές της οικονομικής κρίσης, τη χρονιά που η Eurovision διεξαγόταν στο Ντίσελντορφ της Γερμανίας.

Υστερα από μια μακρά και δημόσια συζήτηση για το αν είναι ενδεδειγμένο η χώρα στην οικονομική της κατάσταση να ξοδέψει κρατικά λεφτά για έναν διαγωνισμό τραγουδιού, ο ελληνικός τελικός «έβγαλε» ένα μη φαβορί: το ραπ ζεϊμπέκικο του Λούκα Γιώρκα και του Stereo Mike, το οποίο μιλούσε για την ελληνική ψυχή και παρουσιάστηκε με τη γραφιστική συνοδεία αρχαιοελληνικών κιόνων.

Ηταν κιτς, αλλά ήταν αποδοτικό: η Ελλάδα, που τότε είχε μπει στην υποτιμητική κατηγορία PIGS των χωρών της ΕΕ που δεν μπορούσαν να συντηρήσουν τις οικονομίες τους, ήρθε πρώτη στην ψηφοφορία του κοινού στον ημιτελικό που συμμετείχε, τρίτη στον τελικό – η τελική της κατάταξη, λόγω της βαθμολογίας των επιτροπών, ήταν στην έβδομη θέση, όμως κατάφερε να αποσπάσει 10άρι από τη Γερμανία.

Ακόμα κι αν κερδίσει η Σάττι σήμερα, το στάτους της χώρας δεν θα αλλάξει.

Η προσοχή της υπόλοιπης Ευρώπης, όμως, θα φτάσει μέχρι την Αθήνα – σε μια περίοδο που η περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου μόνο καλές ειδήσεις δεν παράγει. Και, εκτός απροόπτου, θα γίνει αντιληπτή και στα τουριστικά νούμερα της επόμενης περιόδου.