Οι φοιτητικές διαδηλώσεις στα αμερικανικά πανεπιστήμια προκάλεσαν στους Ρεπουμπλικανούς ηθικό πανικό και αμηχανία στις πανεπιστημιακές αρχές, οι οποίες παραδέχτηκαν σιωπηρά ότι δημιούργησαν ένα τέρας. Και γι’ αυτό, επέτρεψαν στις δυνάμεις ασφαλείας να εισβάλουν στα campuses με τον τρόπο και με τις μεθόδους που συνηθίζει να χρησιμοποιεί η αμερικανική αστυνομία: οι εικόνες του σήμερα -ρόπαλα, φοιτητές που σέρνονται στο χώμα, κραυγές εφόδου- δεν διαφέρουν από εκείνες των δεκαετιών 1960-1970 κατά τις οποίες χύθηκε αίμα. Το φοιτητικό κίνημα είναι που διαφέρει: άλλο παιδιά των λουλουδιών, άλλο οργισμένα, καταθλιπτικά και μισαλλόδοξα woke νιάτα.
Η δεξιά, συμπεριλαμβανομένης της χριστιανικής ακροδεξιάς, βρήκε την ευκαιρία να εκδικηθεί το woke κατεστημένο, οι έμμονες ιδέες του οποίου -αντιρατσισμός, πολυπολιτισμικότητα, κοινοτισμός, «διαφορετικότητα»- εμποτίζουν τόσο το περιεχόμενο των σπουδών, όσο και τον δημόσιο διάλογο (που απέχει πολύ από το να είναι διάλογος) και τους κανόνες συμπεριφοράς στις πανεπιστημιουπόλεις. Έτσι, με αφορμή την υποψία περί αντισημιτισμού, η δεξιά, που είναι στριμωγμένη στη γωνία εδώ και δεκαετίες, παρενέβη δυναμικά στις διοικήσεις ζητώντας από τους πρυτάνεις να λογοδοτήσουν και αντιδρώντας βιαίως στη διαμάχη. Πολύ αργά: στα περισσότερα ΑΕΙ γοήτρου ηγεμονεύει η αριστερά· το είδος της αριστεράς «χαβιάρι-λιμουζίνα» που επιβάλλει πολιτική ορθότητα και ενιαία σκέψη. Προπάντων, στα αμερικανικά ΑΕΙ, περισσότερο απ’ όσο αλλού, ηγεμονεύει η άγνοια η οποία οδηγεί σε μονολιθικότητα και σε εξιδανίκευση των θυμάτων. Στον χώρο του πανεπιστημίου, όποιος δεν ανήκει σε ομάδα που έχει υποστεί διακρίσεις -«έγχρωμοι», ΛΟΑΤΚΙ+, ιθαγενείς Αμερικανοί, Παλαιστίνιοι- κατηγορείται ότι ανήκει σε ομάδα θυτών.
Έτσι, από το Χάρβαρντ μέχρι το Μπέρκλεϋ, στα αμερικανικά ΑΕΙ δεν υπάρχει χώρος για δεξιά ή κεντρώα πολιτική τοποθέτηση: όχι μόνον επειδή η αριστερά έχει επικρατήσει με τον αυταρχικό τρόπο με τον οποίο συνηθίζει να επικρατεί, αλλά και συχνά επειδή οι δεξιοί φοιτητές και καθηγητές, ιδίως οι χριστιανοί, δεν έχουν επιχειρήματα. Το να υποστηρίζεις άνευ όρων το Ισραήλ επειδή το υπαγορεύει η Παλαιά Διαθήκη δεν συνιστά επιχείρημα· ούτε μπορεί να ληφθεί σοβαρά υπόψη η δικαιολόγηση του εξωφρενικού πλούτου του 1% του αμερικανικού πληθυσμού επειδή τον επιτρέπει ο Μεγαλοδύναμος και επειδή τον ερμηνεύουν με αμπελοφιλοσοφίες η Άυν Ραντ και ο Μίλτον Φρίντμαν. Αλλά, πράγματι, η κατάσταση έχει εκφυλιστεί: οι διοικήσεις και το ακαδημαϊκό προσωπικό ευνοούν τα πιο αλλοπρόσαλλα κινήματα, επικροτούν ως ενάρετα αγωνιστικές τις εκδηλώσεις φανατισμού και επιδεινώνουν τον διχασμό χωρίς να λαμβάνουν υπόψη την ανωριμότητα των νέων ανθρώπων· χωρίς να μπορούν να διαχειριστούν την ανικανότητά τους να αντιλαμβάνονται τις αποχρώσεις στα πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα. Από την πλευρά τους, οι συντηρητικοί, νιώθοντας ότι δεν έχουν θέση στα πανεπιστήμια, φοβούνται ότι οι αυριανές ελίτ θα είναι «αριστερές» κι ότι θα μετατρέψουν το αμερικανικό σύστημα σε σοσιαλιστικό. Αυτή η σκοτεινή προφητεία επιτείνει την απέχθεια προς τις ελίτ, προς τους διανοουμένους γενικά, και ενισχύει, στη σημερινή συγκυρία, τον Ντόναλντ Τραμπ. Το φαινόμενο Τραμπ και όλα τα μέχρι τούδε φαινόμενα δεξιού και αλλοπρόσαλλου ελευθερισμού (Tea Party, λαϊκιστές του Νότου) τροφοδοτήθηκαν από την επικράτηση της αριστεράς στα πανεπιστήμια, τόσο από τα κινήματα της αντικουλτούρας στις δεκαετίες 1960-70, όσο κι από τις κομμουνιστικές τάσεις στις δεκαετίες 1930-40. Έτσι κάπως εντάθηκε η παραδοσιακή δυσπιστία των Αμερικανών έναντι των πολυπτυχιούχων και των αποφοίτων ΑΕΙ υψηλού κύρους· μια στάση που έχει δυσάρεστες επιπτώσεις στην πολιτική. Τα τελευταία χρόνια, η δυσάρεστη επίπτωση είναι η ανάδειξη του Ντόναλντ Τραμπ: η αμερικανική δεξιά έχει βρει στο πρόσωπο του Τραμπ τον σωτήρα της, το ιδανικό αντίβαρο στην πολιτική ορθότητα και στο θλιβερό ενδεχόμενο οι αριστερές ελίτ να κατατροπώσουν τον χριστιανισμό και τον καπιταλισμό, διασαλεύοντας ανεπανόρθωτα την τάξη.
Ωστόσο, πρέπει να τονιστεί ότι οι πρόσφατες ταραχές οφείλονται λιγότερο στους αντισημίτες φοιτητές (παρότι ο αντισημιτισμός είναι υπαρκτός) και περισσότερο στην παρέμβαση της αστυνομίας. Οι διοικήσεις, οι οποίες σπέρνουν ό,τι θέρισαν, υπέκυψαν στις πιέσεις των Ρεπουμπλικανών -από φόβο μήπως χάσουν τους χρηματοδότες και τη θέση τους- και αποδέχτηκαν την κατάργηση του δικαιώματος της γνώμης στις πανεπιστημιουπόλεις. Η οποία, όπως είπα, έχει ήδη καταργηθεί από την άλλη πλευρά: οι διαδηλωτές, ενώ διεκδικούν τη «διαφορετικότητα», δεν αντέχουν τις αντίθετες απόψεις. Η παρέμβαση της αστυνομίας ήταν καταχρηστική και διότι, στις ΗΠΑ, η πρώτη τροπολογία του Συντάγματος εξασφαλίζει πλήρη ελευθερία του λόγου: επιτρέπει ακόμα και τον αντισημιτισμό, υπό τον όρον να μην προτρέπει σε βίαιες πράξεις. Αλλά, όπως πάντοτε, follow the money: η εισβολή της αστυνομίας στα campuses έγινε, πρωτίστως, για να μην αποσύρουν τις δωρεές τους οι Αμερικανοεβραίοι και φιλο-ισραηλινοί χρηματοδότες και, την ίδια στιγμή, για να υπογραμμίσουν οι συντηρητικοί ότι, παρά την κυβέρνηση των Δημοκρατικών, είναι εκείνοι που κατέχουν την αληθινή εξουσία. Δεν υπάρχει αμφιβολία: αν στο εποικοδόμημα -παιδεία, πολιτισμό- κυριαρχεί η πολιτική ορθότητα, στην οικονομική βάση της κοινωνίας κυριαρχούν οι μεγάλες επιχειρήσεις το κατεστημένο των οποίων είναι απείρως ισχυρότερο από εκείνο που αγωνίζεται για τα δικαιώματα των τρανς.
Η παράπλευρη ζημιά της αστυνομικής επέμβασης στα campuses είναι η περαιτέρω δημιουργία φανατικών νέων οι οποίοι έχουν πεισθεί για την εγγενή βαναυσότητα του αμερικανικού κράτους και του προστατευομένου του, του Ισραήλ. Παραλλήλως, εξαιτίας της βιαιότητας των αρχών, οι woke έχουν γίνει ευάλωτοι στις ισλαμιστικές πιέσεις των φιλοπαλαιστινιακών οργανώσεων που εκμεταλλεύονται το δίκιο των Παλαιστινίων (για δικό τους έδαφος, για ειρήνη κτλ) ώστε να παρουσιάσουν το Ισλάμ ως θρησκεία των ταπεινωμένων και ως εναλλακτικό πολιτικό πρόγραμμα που αντιτίθεται στον καπιταλισμό. Παραμερίζοντας ή και αγνοώντας την αυταρχική φύση του Ισλάμ, πολλοί αριστεροί φοιτητές συμπαρατάσσονται με τους ισλαμιστές φρονώντας ότι καλούνται να επιλέξουν μεταξύ επιθετικού σιωνισμού και αντιστασιακού ισλαμισμού. Όλα τούτα οδηγούν τον Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο: οι διαμαρτυρόμενοι φοιτητές αντιπολιτεύονται την κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν, όχι την υποψηφιότητα του Ντόναλντ Τραμπ· αναρωτιέμαι αν ξέρουν τι τους περιμένει.