«Πού επιτρέπεται κανείς να καπνίζει στη Νέα Υόρκη;» ρώτησα τη Σίρι, το τζίνι του κινητού που όλα τα ξέρει. «Μέσα στο σπίτι εάν δεν το απαγορεύει ο κανονισμός του κτιρίου. Και στο αυτοκίνητό σου εφόσον δεν επιβαίνουν ανήλικοι». «Πουθενά αλλού; Ούτε στα πάρκα;». «Πουθενά». Εφτυσα τον κόρφο μου που το έχω, εδώ και οκτώ χρόνια, κόψει.
Η αλήθεια είναι πως το αντικαπνιστικό καθεστώς έχει τη μοίρα όλων των δρακόντειων νόμων στις δημοκρατίες. Εφαρμόζεται πλημμελώς. Και στα πάρκα φουμάρει ο κόσμος και στους δρόμους. Οι ένοικοι των ξενοδοχείων στέκονται στα κατώφλια, του δίνουν και καταλαβαίνει. Κωμικοτραγικό να κατεβαίνεις με τις πιτζάμες από τον εικοστό όροφο για να κάνεις καναδυό τσιγαράκια προτού πέσεις για ύπνο. Από την άλλη, οι θαμώνες των αυτοσχέδιων τζούρα-κλαμπ πιάνουν ψιλή κουβέντα μεταξύ τους. Σε μια παρόμοια συνθήκη, στις ατέλειωτες ουρές έξω από τα καταστήματα στη Σοβιετική Ενωση, μέχρι έρωτες ξεκινούσαν.
«Οι Αμερικανοί» μού λέει ένας φίλος «διαπνέονται από έναν πουριτανισμό που τους καταντά συχνά αφελείς. Στη δεκαετία του 1920 απαγόρευσαν διά ροπάλου το αλκοόλ επικαλούμενοι όχι την οργή του Θεού – αυτό ίσως να έφερνε αποτέλεσμα – αλλά την τάξη και την ηθική. Το μόνο που κατάφεραν ήταν να αντικατασταθούν τα κολωνάτα ποτήρια από φλυτζανάκια του τσαγιού. Γέμισε η χώρα με «speak easy», με παράνομα κλαμπ, στα οποία ανθούσε η τζαζ. Ερχονταν σε επαφή οι ξενέρωτοι λευκοί με το μπρίο και το πάθος των μαύρων – τι καλύτερο; Θησαύρισαν οι λαθρέμποροι, εμπνεύστηκε το Χόλιγουντ αναρίθμητες γκανγκστερικές ταινίες ώσπου, το 1933, οι αντιαλκοολιστές παραδέχθηκαν την ήττα τους. Και ο πρόεδρος Ρούζβελτ υπέγραψε την άρση της ποτοαπαγόρευσης. Μας έμεινε η σακούλα…». «Ποια;». «Οφείλεις, εάν πίνεις στον δρόμο, να ψευτοκρύβεις το τενεκεδάκι της μπίρας ή το φλασκί με το ουίσκι μέσα σε μία χάρτινη σακούλα. Υπάρχει κάτι ακόμα πιο γελοίο. Τα εστιατόρια μόλις ο καιρός λίγο ζεστάνει βγάζουν τραπεζάκια έξω. Για να ανάψεις όμως τσιγάρο, πρέπει να σηκωθείς και να απομακρυνθείς δύο βήματα. Συνεχίζεις να κουβεντιάζεις με τους φίλους σου, τους προστατεύεις όμως – υποτίθεται – από το παθητικό κάπνισμα…».
Βολτάροντας πάντως στο Μανχάταν, αλλά και στο Σικάγο, γίνεσαι από σπόντα χασικλής. Η χρήση της κάναβης έχει νομιμοποιηθεί. Σε κάθε σχεδόν οικοδομικό τετράγωνο έχει από ένα μαγαζί που πουλάει «μαυράκι», μακάρι και καλαματιανό.
Από όταν ένας παιδικός μου κολλητός εκδήλωσε ψυχωσική διαταραχή και οι γιατροί το απέδωσαν, εν μέρει τουλάχιστον, στους μπάφους, τους αντιπαθώ σφόδρα. Ετσι κι αλλιώς θα αγανακτούσα με το μέγεθος της υποκρισίας. Να βλέπεις έφηβους να μαστουρώνουν φόρα-παρτίδα μα να τους είναι απαγορευμένη η είσοδος στα μπαρ ώσπου να συμπληρώσουν τα εικοσιένα. «Εννοια σου κι αγοράζουμε πλαστές ταυτότητες!» με καθησυχάζει μια φοιτήτρια που συνάντησα. Βγάζει, μου δείχνει τη δική της. Την αναγράφει τρία χρόνια μεγαλύτερη. «Κι άμα σε πιάσουν;». «Απλώς θα μου την κατασχέσουν. Για αυτό και τις παίρνουμε τρεις-τρεις, είκοσι δολάρια η μία κάνει…».
«Στις Ηνωμένες Πολιτείες καπνίζει μόλις το 11% του πληθυσμού. Το ένα τρίτο από όσο στην Ελλάδα!» μου καυχιέται κάποιος – θαυμάζω που μπήκε στον κόπο να βρει τα νούμερα. «Εχουν μειωθεί εντυπωσιακά οι καρκίνοι;» ρωτάω. «Οσοι οφείλονται στον καπνό ασφαλώς. Παρατηρείται ωστόσο μια ιδιαίτερα ανησυχητική αύξηση σε ογκολογικά περιστατικά στις πολύ νέες ηλικίες. Τα αποδίδουν στην κακή διατροφή και στο στρες». «Αρα;». «Αρα υγιεινή διατροφή και αγχολυτική γυμναστική!».
Πιάσ’ το αβγό και κούρευ’ το. Ο άνθρωπος είναι ζώο ευεπίφορο στις εξαρτήσεις, ευάλωτο στις ασθένειες. Οποτε ξεριζώνεις μια βλαβερή συνήθεια, μια άλλη – ίσως χειρότερη – φυτρώνει στη θέση της. Κάποιοι αποδεικνύονται ψυχικά ή γονιδιακά προνομιούχοι, βγάζουν γλώσσα στο κακό ως τα βαθιά τους γεράματα. Αλλους η αρρώστια τους θερίζει στον ανθό δίχως να έχουν καν γλεντήσει τα νιάτα τα μπερμπάντικα.
Εφόσον δεν μπορούμε να ελέγξουμε τη μοίρα μας, ας αυτοσχεδιάσουμε. Kατά το κέφι και το ένστικτό μας. Μάλλον θα βγούμε κερδισμένοι.