Ηταν εκεί. Στα σκαλιά της Δημοτικής Βιβλιοθήκης του Μανχάταν, στις 20 Αυγούστου 2022, εφτά ημέρες μετά την απόπειρα δολοφονίας του 24χρονου Χάντι Ματάρ εις βάρος του Σάλμαν Ρουσντί.

Ο Πολ Οστερ θα πήγαινε όπου επέβαλλε το καθήκον του φιλελευθερισμού της ανατολικής ακτής. Μαζί με την Κίραν Ντεσάι, τον Χάρι Κούνζρου, τον Κόλουμ ΜακΚαν και άλλους συνοδοιπόρους, εξέφραζε την αντίστασή του στο πνεύμα μισαλλοδοξίας, που απειλούσε να καταπνίξει τα όσια και ιερά της συγγραφικής τέχνης: την ελευθερία της έκφρασης και την «ανεξιθρησκεία» της ανθρώπινης φαντασίας.

Ο Οστερ, που έφυγε από τη ζωή στις 30 Απριλίου, δεν έγραφε πολιτικά μυθιστορήματα – ούτε καν με τον μανδύα των ιστορικών αναλογιών.

Αν η διαχείριση της τραυματικής μνήμης και η τυχαιότητα ως μεταβλητή που ορίζει ανθρώπινες ζωές αποκτούσαν αποχρώσεις πέραν του ιδιωτικού χώρου, τότε ο αναγνώστης ήταν ευπρόσδεκτος στην επικράτεια του πολιτικού. Ο συγγραφέας, ωστόσο, υπήρξε αθεράπευτα «πολιτικός» κατά τη δημόσια εικόνα του.

Ως υπερασπιστής μιας ανθρωπιστικής κληρονομιάς, που αντλούσε από την Πρώτη Τροπολογία του αμερικανικού Συντάγματος περί ανεξιθρησκείας και ελευθερίας του λόγου. Ως ενεργός και καθόλου ήσυχος Αμερικανός, ο οποίος έπαιρνε θέση για τις παθογένειες της πατρίδας του.

Για το «βαθύ κράτος» των μεσοδυτικών Πολιτειών – όπου είναι ζητούμενο αν τον γνώριζαν ή διάβαζαν – έμοιαζε προφανώς με τον αρχετυπικό «εχθρό»: διανοούμενος, με εκλεκτικές συγγένειες προς την Ευρώπη, εκπρόσωπος μίας μορφωμένης ελίτ – ή, για να το πούμε, με μια εικόνα πιο εύγλωττη: ένας Αμερικανός που δεν γράφει για το ακριβό πετρέλαιο όταν φουλάρει ένα αγροτικό στη Νεβάδα. «Το χάος παραμένει.

Ο Μπάιντεν κάνει ό,τι μπορεί, αλλά έχει να αντιμετωπίσει μία δύσκολη συνθήκη» έλεγε στον γράφοντα τον Δεκέμβριο του 2021. «Οι Δημοκρατικοί έχουν θεωρητικά την εξουσία στη Γερουσία, αλλά μόνο όταν υπάρχει απαρτία. Για κάποιους από τους σημαντικότερους νόμους που θέλει να περάσει ο Μπάιντεν δεν την έχουν – φτάνουν στο 47% με 48%. Οσοι ασκούν βέτο αρνούνται οποιαδήποτε συναίνεση.

Τα νομοθετικά σώματα σε κάθε Πολιτεία είναι παντοδύναμα και αυτή τη στιγμή ελέγχονται από τους Ρεπουμπλικανούς. Είμαι σίγουρος ότι διαβάσατε για τους νόμους σε διάφορες Πολιτείες που περιορίζουν την πρόσβαση μειονοτήτων στις εκλογές.

Πρόκειται για μια τραγωδία και μπορεί να εξελιχθεί στο τέλος της αμερικανικής δημοκρατίας, γιατί η ψήφος είναι το θεμελιώδες στοιχείο μας… Είμαι πολύ ανήσυχος για το μέλλον της χώρας μας, που ποτέ άλλοτε δεν ήταν πιο διχασμένη από την εποχή του Αμερικανικού Εμφυλίου».

«Εχθροί» του, ωστόσο, ήταν και όλοι οι ηγέτες που μέχρι σήμερα ασκούν το μονοπώλιο στη ζώνη μεταξύ εκλεγμένης δημοκρατίας και συστημικής αυταρχικότητας.

Το 2012, για παράδειγμα, ο Ερντογάν έφτασε να του επιτεθεί, όταν ο Οστερ δήλωσε στη «Χουριέτ» πως δεν επιθυμεί να επισκεφτεί την Τουρκία – αλλά και την Κίνα – ως ένδειξη διαμαρτυρίας για τη φυλάκιση δημοσιογράφων και συγγραφέων. Στην ίδια συνέντευξη των «ΝΕΩΝ» το 2014 είχε επανέλθει: «Νομίζω ότι εάν πήγαινα στην Τουρκία, θα με έβαζαν στη φυλακή πλέον. Ο Ερντογάν είναι ένας πολιτικός που προσαρμόζει τους νόμους στα μέτρα του».

Δεν είναι τυχαίο ότι ένα από τα τελευταία δοκιμιακά έργα που άφησε είναι το «Αιματοβαμμένο έθνος» (μτφ. Ιωάννα Ηλιάδη, εκδ. Μεταίχμιο, για το οποίο γράφει σχετικά ο ιστορικός Κώστας Κατσάπης στο σημερινό «Βιβλιοδρόμιο»).

Ο αμερικανός συγγραφέας έπαιρνε για άλλη μια φορά θέση εναντίον της οπλοκατοχής και εναντίον της επικράτειας του τραμπισμού. Εκεί όπου οι πολιτισμικές ελίτ δεν έχουν καμία θέση, η Βίβλος είναι η απόλυτη αναφορά και η ροκ μουσική θεωρείται σατανιστική. Εκεί όπου οι χιλμπίληδες, οι «απόκληροι», τα «λευκά σκουπίδια», ανατρέφονται με δόσεις μνησικακίας για την κοινωνική ανέλιξη των άλλων και για τα επιδόματα που άλλοι τους κλέβουν απ’ τα χέρια.

Η «ΔΙΕΘΝΗΣ» ΤΟΥ ΑΝΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΥ.

Ισως τελικά τα μυθιστορήματα της απώλειας, της μνήμης και της προσωπικής αυτοσυνειδησίας να μην ήταν τόσο μακρινά από τις πολιτικές απόψεις του συγγραφέα τους (ο οποίος, άλλωστε, στο «4 3 2 1» υπέδειξε ορισμένες αναλογίες της διαβόητης «Μεγάλης Αμερικής» με τη Δεξιά της δεκαετίας του 1960, όταν το φυλετικό ζήτημα γεννούσε τη βία).

Ο κάποτε αντιπρόεδρος της PEN America, που έπαιρνε μέρος σε ανοιχτές συγκεντρώσεις διαβάζοντας ποιήματα του κινέζου αντιφρονούντος Λιου Σιαομπό, φοβόταν όσο τίποτε άλλο τις Διχασμένες Πολιτείες της Αμερικής. Και τη «Διεθνή» του ανορθολογισμού, που μοιάζει να πλανιέται σαν φάντασμα σε περισσότερες από δύο ηπείρους.

«Ολοι ανήκουμε στον ίδιο πλανήτη και όλοι αντιμετωπίζουμε κοινά προβλήματα, όπως η αύξηση της θερμοκρασίας, που πλέον είναι παγκόσμια απειλή» έλεγε στα «ΝΕΑ» το 2021. «Αλλά υπάρχουν ορισμένα κράτη που μας τρομάζουν με τον ολοκληρωτισμό τους.

Η Κίνα έχει ολοκληρωτική διακυβέρνηση, ο Ερντογάν είναι πολύ κοντά, οι Φιλιππίνες, η Βραζιλία, η Πολωνία, η Ουγγαρία. Ακόμη και στη Δυτική Ευρώπη η Ακροδεξιά κερδίζει δύναμη. Ζούμε σε σκοτεινούς καιρούς με όλη την απελπισία που υπάρχει στον κόσμο, όπου οι φτωχότεροι αναζητούν απαντήσεις επειδή δεν λειτουργεί η παγκόσμια οικονομία έτσι όπως την οργανώσαμε.

Αναζητούν μάλιστα απλές απαντήσεις και κάποια στιγμή στρέφονται στους ισχυρούς ηγέτες, που τους τάζουν εύκολες υποσχέσεις για βελτίωση της ζωής τους. Τον έχουμε ξαναπάρει αυτόν τον δρόμο και ήταν τρομακτικός».