Το δημοσίευμα των «Financial Times» για την ελληνική οικονομία πριν από δύο εβδομάδες πυροδότησε έντονες συζητήσεις για την πορεία της και την πραγματική θέση της στην Ευρώπη. Ποια είναι όμως η πραγματική εικόνα της ελληνικής οικονομίας, 14 χρόνια μετά την υποβάθμιση των ομολόγων του ελληνικού Δημοσίου στην κατηγορία «σκουπιδιών» (junk);
Από όλους τους βασικούς οικονομικούς δείκτες, γίνεται σαφές πως το πλήγμα που δέχθηκε η ελληνική οικονομία κατά τη δεκαετία της ύφεσης (2009-2019) έχει αφήσει τη χώρα μας πίσω σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη. Σχεδόν σε όλους τους δείκτες, η Ελλάδα βρίσκεται στον πάτο των χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Ωστόσο, τα πράγματα δεν είναι καταστροφικά, καθώς υπάρχουν δεδομένα που δημιουργούν αισιοδοξία για το μέλλον της ελληνικής οικονομίας.
Η ευκαιρία του ΤΑΑ
Ο σημαντικότερος παράγοντας που βελτιώνει τις προοπτικές της Ελλάδας είναι το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ) της ΕΕ, από το οποίο η χώρα μας μπορεί να λάβει έως και 36 δισ. ευρώ συνολικά σε επιδοτήσεις και δάνεια μέχρι το τέλος του 2026, ποσό που αντιστοιχεί στο 19,66% του ΑΕΠ. Μάλιστα, η Ελλάδα έχει εκταμιεύσει ήδη 14,84 δισ. ευρώ εξ αυτών, δηλαδή κάτι παραπάνω από το 41%.
Η στοχευμένη επένδυση αυτών των χρημάτων σε τομείς όπου η ελληνική οικονομία πάσχει μπορεί να αποτελέσει και το απαραίτητο «ελατήριο» για την ολική επαναφορά της σε «ευρωπαϊκά» μεγέθη. Μάλιστα, οι πόροι του ΤΑΑ δίνουν στην Ελλάδα τη δυνατότητα να ξεπεράσει τους «ανταγωνιστές» της εντός ΕΕ, καθώς τα προγράμματα των υπόλοιπων χωρών, εξαιρουμένης της Ιταλίας, αντιστοιχούν σε μικρότερα ποσοστά του ΑΕΠ τους.
Συγκεκριμένα, η Βουλγαρία μπορεί να λάβει συνολικά 5,69 δισ. ευρώ σε επιδοτήσεις (8,38% του ΑΕΠ της) και έχει εκταμιεύσει 1,37 δισ. μέχρι σήμερα (24%). Η Κροατία, που έχει παρόμοια οικονομικά μεγέθη με τη χώρα μας, μπορεί να λάβει συνολική χρηματοδότηση 10 δισ., που αντιστοιχούν στο 17,55% του ΑΕΠ της, και από τα οποία έχει εκταμιεύσει τα 3,66 δισ. (36,5%). Η Ρουμανία έχει δυνατότητα να λάβει 28,5 δισ. ευρώ από το ΤΑΑ (11,87% του ΑΕΠ της) και έχει εκταμιεύσει μέχρι στιγμής το 1/3 αυτών των χρημάτων (9,35 δισ.).
Από τις άλλες χώρες της Μεσογείου, η Πορτογαλία έχει τη δυνατότητα να αντλήσει συνολικά 22,2 δισ. ευρώ σε επιδοτήσεις και δάνεια (10,51% του ΑΕΠ της). Εξ αυτών, έχει ήδη εκταμιεύσει τα 7,93 δισ., δηλαδή κάτι παραπάνω από το 35,5%. Το πρόγραμμα της Ισπανίας, από την άλλη, ανέρχεται σε 163 δισ. ευρώ (13,51% του ΑΕΠ της), με τα ποσά που έχουν εκταμιευθεί να διαμορφώνονται στα 38,38 δισ. (23,5%). Τέλος, η Ιταλία έχει τη δυνατότητα να λάβει το μεγαλύτερο ποσό από όλες τις χώρες της ΕΕ με 194,38 δισ. (10,95% του ΑΕΠ της), όμως το μεγαλύτερο μέρος (άνω του 60%) του προγράμματος αφορά δάνεια. Εξ αυτών, η Ιταλία έχει ήδη λάβει περίπου 102,5 δισ. (52,5%).
Οι αδυναμίες
Αγοραστική δύναμη. Το στοιχείο που παρουσίασαν οι «FT» και προκάλεσε τις μεγαλύτερες αντιδράσεις αφορούσε το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, σταθμισμένο ως προς την αγοραστική δύναμη, δείκτη στον οποίο η Ελλάδα βρίσκεται στην προτελευταία θέση πανευρωπαϊκά, πίσω μόνο από τη Βουλγαρία – η οποία μάλιστα πλησιάζει με «απειλητικούς» ρυθμούς. Ωστόσο, σημειώνεται πως οι ανισότητες είναι μεγαλύτερες στη Βουλγαρία, με τον συντελεστή Τζίνι να ανέρχεται σε 37,2 έναντι 31,8 στην Ελλάδα.
Συγκεκριμένα, η αγοραστική δύναμη κάθε έλληνα πολίτη ανήλθε σε 25.333 ευρώ ετησίως το 2023, αυξημένη κατά 6,4% σε σχέση με το 2022. Στη Βουλγαρία, το ποσό αυτό ήταν 24.056 ευρώ με την αύξηση σε ετήσια βάση να φτάνει το 9,3%. Στην τρίτη από το τέλος θέση της σχετικής κατάταξης είναι η Κροατία με 25.969 ευρώ το 2022 (δεν υπάρχουν επίσημα στοιχεία της Eurostat για το 2023), ενώ στη Ρουμανία αντιστοιχούσαν 29.350 ευρώ ανά πολίτη το 2023 (ετήσια αύξηση 10%).
Από τις μεσογειακές χώρες, χαμηλότερα βρίσκεται η Πορτογαλία με 31.079 ευρώ αγοραστική δύναμη ανά πολίτη (ετήσια αύξηση 11,4%), με την Ισπανία να ακολουθεί με 33.314 ευρώ (ετήσια αύξηση 10,3%). Στην Ιταλία αντιστοιχούν 36.650 ευρώ ανά πολίτη, με τον ρυθμό αύξησης να ανέρχεται σε 5,7%.
Εμπορικό ισοζύγιο. Μεγάλη πληγή για την ελληνική οικονομία αποτελεί το εμπορικό της ισοζύγιο, το οποίο έκλεισε με έλλειμμα 10,85 δισ. ευρώ το 2023, ποσό που αντιστοιχεί σε 4,9% του ΑΕΠ και είναι το μεγαλύτερο μεταξύ των χωρών της ΕΕ. Ρουμανία και Κροατία έχουν επίσης ελλειμματικό εμπορικό ισοζύγιο που ανέρχεται σε 15,52 δισ. ευρώ (4,7% του ΑΕΠ) και 1,43 δισ. (1,9% του ΑΕΠ) αντίστοιχα, ενώ η Βουλγαρία έχει θετικό ισοζύγιο με πλεόνασμα 2,97 δισ. ευρώ (3,2% του ΑΕΠ της). Πορτογαλία, Ισπανία και Ιταλία έχουν θετικό εμπορικό ισοζύγιο με τα πλεονάσματά τους να ανέρχονται σε 2,21 δισ. (0,8% του ΑΕΠ), 60,18 δισ. (4,1% του ΑΕΠ) και 28,81 δισ. (1,4% του ΑΕΠ) αντίστοιχα.
Χρέος. Το χρέος της ελληνικής κυβέρνησης παραμένει η μεγάλη αδυναμία της οικονομίας, ακόμα κι αν έχει μειωθεί σημαντικά κατά το τελευταίο διάστημα. Στα τέλη του 2023, το ποσοστό του χρέους προς το ΑΕΠ ανερχόταν σε 161,9% και είναι το μεγαλύτερο μεταξύ των χωρών της ΕΕ. Δεύτερη στη σχετική λίστα είναι η Ιταλία με 137,3%, ενώ η Ισπανία είναι τέταρτη με 107,7% και η Πορτογαλία έκτη με 99,1%. Οι χώρες των Βαλκανίων, αντιθέτως, δεν έχουν μεγάλο χρέος, με την Κροατία να έχει χρέος 63% του ΑΕΠ της, ενώ αυτό της Ρουμανίας ανέρχεται σε 48,8% του ΑΕΠ και τη Βουλγαρία να έχει το δεύτερο χαμηλότερο ποσοστό χρέους προς ΑΕΠ με 23,1%.
Ανεργία. Η ανεργία είναι ακόμα μία μακροχρόνια πληγή στην ελληνική οικονομία, αν και η Ελλάδα πλέον έχει περάσει στη δεύτερη θέση της σχετικής κατάταξης με 10,2%, πίσω από την «πρωταθλήτρια» Ισπανία (11,7%). Στην Ιταλία, το ποσοστό της ανεργίας ανέρχεται σε 7,2%, ενώ στην Πορτογαλία είναι 6,5%. Οι βαλκανικές χώρες έχουν χαμηλό δείκτη ανεργίας, με το ποσοστό να διαμορφώνεται σε 5,9% στην Κροατία, σε 5,3% στη Ρουμανία και σε 4,4% στη Βουλγαρία.
Αξιολογήσεις. Τα παραπάνω στοιχεία κάνουν την Ελλάδα να είναι η μόνη ευρωπαϊκή χώρα που παραμένει εκτός επενδυτικής βαθμίδας κάποιου εκ των μεγάλων οίκων αξιολόγησης και συγκεκριμένα της Moody’s, με βαθμολογία ΒΑ1. Ωστόσο, η Moody’s είναι πολύ πιθανό να δώσει στη χώρα μας την επενδυτική βαθμίδα στην αξιολόγησή της στις 13 Σεπτεμβρίου, υπό την προϋπόθεση να συνεχιστεί η ίδια οικονομική πολιτική δημοσιονομικής πειθαρχίας, σε συνδυασμό με την προώθηση μεταρρυθμίσεων. Οι υπόλοιποι οίκοι αξιολόγησης (S&P, Fitch, DBRS, Scope) έχουν ήδη δώσει την επενδυτική βαθμίδα στην ελληνική οικονομία, όπως όμως και στις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ.
Αν όμως η Ελλάδα εκμεταλλευτεί το θετικό μομέντουμ της οικονομίας και – κυρίως – τους πόρους του ΤΑΑ, θα μπορέσει να επανέλθει για τα καλά στα ευρωπαϊκά στάνταρ.