Υπάρχει ένας κανόνας της πολιτικής τον οποίο ακολουθούν μέχρι και τα φαινόμενα της μεταπολιτικής: για να φτιάξεις ένα κόμμα εξουσίας οφείλεις να απευθυνθείς σε πολλά και διαφορετικά μεταξύ τους εκλογικά ακροατήρια. Ή, όπως θα το έθετε και κάποιος που χρησιμοποιεί τη διάλεκτο των πολιτικών επιστημών, οφείλεις να ενισχύσεις την πολυσυλλεκτικότητά του. Ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να εκφράσει διαμετρικά αντίθετες ομάδες ψηφοφόρων πολύ πριν αναλάβει τα ηνία του ο νυν πρόεδρός του.
Ετσι, το μήνυμα που εκπέμπει σήμερα είναι απλά η κασσελακική διατύπωση μιας παλιάς του αγωνίας. Της αγωνίας του συνδυασμού του ριζοσπαστικού του παρελθόντος με ανοίγματα είτε προς το Κέντρο, είτε προς τα δεξιά προκειμένου να τονώσει τα ποσοστά του. Είναι και με τους αντισυστημικούς και με τους νεοκαραμανλικούς, λοιπόν. Γιατί προσδοκά στη στήριξη και των μεν και των δε ακόμη κι αν τα συμφέροντά τους συγκρούονται.
Σύμφωνα με τα τρέχοντα δημοσκοπικά στοιχεία, η ρητορική του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης ακούγεται ευχάριστη στ΄αφτιά όσων η εκλογική τους συμπεριφορά καθορίζεται από την «απέχθειά» τους για το πολιτικό κατεστημένο.
Εισροές
Κονεσέρ των συριζαϊκών πραγμάτων, ωστόσο, επιμένουν ότι η νέα Κουμουνδούρου ποντάρει πολλά και στην προσέγγιση των δυσαρεστημένων με την κυβέρνηση (και φυσικά τη μητσοτακική ΝΔ) παραδοσιακών ψηφοφόρων της Κεντροδεξιάς, εκνευρίζοντας την παλιά φρουρά του κόμματος – όπως τον Σπίρτζη, που έσπευσε να ξεκαθαρίσει ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πρόκειται να γίνει καραμανλικός», ή τον Ζαχαριάδη, ο οποίος αναρωτήθηκε με αριστερή αγανάκτηση από πού κι ως πού τοποθετείται ο Σπηλιωτόπουλος σαν στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ κι αν είναι μέλος της επιτροπής δεοντολογίας ο Αντώναρος.
Η στρατηγική που οδήγησε στην επιλογή του δεύτερου στόχου, πάντως, έχει σοβαρότερα μειονεκτήματα απ’ αυτά που υπονοούν οι αντιδράσεις των ορθόδοξων συριζαίων. Αρκετοί εκλογολόγοι στοιχηματίζουν ότι οι υπό συζήτηση νεοδημοκράτες θα στραφούν σε κάποιο δεξιότερο κομματίδιο ώστε να εκφράσουν τη δυσαρέσκειά τους. Ή θα προτιμήσουν την αποχή για να στείλουν μήνυμα στην κυβέρνηση.
Οι δε απευθείας μετακινήσεις από τη ΝΔ προς τον ΣΥΡΙΖΑ δεν επιβεβαιώνουν την εκτίμηση του κασσελακικού επιτελείου. Παραμένουν γύρω στο 3% – όσο δηλαδή είναι κι εκείνες από τον ΣΥΡΙΖΑ προς τη ΝΔ. Και, ως γνωστόν, ένα δεύτερο κόμμα αποκτά ελπίδες να γίνει πρώτο μόνο όταν οι προερχόμενες απ’ τον νούμερο ένα αντίπαλο εισροές ξεπεράσουν το 10%.