Η Σαντιέγα Σμιθ ήταν προστατευτική μητέρα. «Κάθε πρωί, βρέξει, χιονίσει, η λεπτοκαμωμένη 26χρονη κρεμούσε στον ώμο το σχολικό σακίδιο της κόρης της και μαζί περνούσαν τον δρόμο της γειτονιάς ως το δημοτικό σχολείο» διαβάζουμε στην εφημερίδα «Chicago Reader» (Νοέμβριος 2023). Οι γείτονες θαύμαζαν τη δυναμική γυναίκα, το ίδιο και οι ξαδέρφες της που μάθαιναν από αυτήν τις χορευτικές κινήσεις της μόδας. Οταν, λοιπόν, βγήκε από το σπίτι ένα ζεστό μαγιάτικο απόγευμα του 2018 για κάποιο θέλημα, η μητέρα της, Λατόνια Μουρ, σκέφτηκε ότι είναι απλώς μια μέρα σαν όλες τις άλλες. «Πετάχτηκε έξω τόσο γρήγορα που δεν πήρε καν το κινητό της». Ηταν η τελευταία φορά που έβλεπε την κόρη της ζωντανή.
Επί δύο εβδομάδες στη συνέχεια στεκόταν μπροστά στα γραφεία της Αστυνομίας του Σικάγου ζητώντας κάτι καινούργιο μετά τη δήλωση εξαφάνισης. Οργάνωσε συνεντεύξεις Τύπου για να καταγγείλει την αδράνεια των αστυνομικών και έφτασε να εγκαλέσει σε κατά μέτωπο αντιπαράθεση τον αστυνομικό διευθυντή Εντι Τζόνσον.
Δεκατέσσερις ημέρες αργότερα το σώμα της Σαντιέγα βρέθηκε κακοποιημένο σε εγκαταλελειμμένο γκαράζ κοντά στο πατρικό της. Επρόκειτο για μία από τις περιπτώσεις εξαφανισθέντων στο διάστημα 2000 – 2021, τις οποίες η Αστυνομία του Σικάγου κατέγραψε ως «μη εγκληματικές» σε ποσοστό 99,8%. «Αυτή η κρίση είναι ζήτημα που αφορά τους μαύρους» επισημαίνεται στον «Chicago Reader», καθώς οι Αφροαμερικανοί αντιστοιχούν στα δύο τρίτα των εξαφανισθέντων τις δύο τελευταίες δεκαετίες. Ειδικότερα, τα κορίτσια και οι γυναίκες ηλικίας 10 έως 20 έτη αντιστοιχούν στο 30% της «μάστιγας», ενώ μόλις στο 2% του πληθυσμού της πόλης.
Τα στοιχεία αναδείχθηκαν ύστερα από τη διετή έρευνα που διεξήγαγαν η Σάρα Κονγουέι του City Bureau, μη κερδοσκοπικού Εργαστηρίου Ερευνητικής Δημοσιογραφίας, και η Τρίνα Ρέινολντς – Τάιλερ από το Invisible Institute, οι οποίες βραβεύτηκαν την προηγούμενη Κυριακή με το Πούλιτζερ για Θέματα Τοπικού Ενδιαφέροντος (από τις κατηγορίες που εμφανίζουν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον, καθώς αποκαλύπτουν όψεις μιας «αόρατης» Αμερικής).
Η βάση ανάλυσης δεδομένων που χρησιμοποίησαν προερχόταν από 1 εκατομμύριο αστυνομικές αναφορές, ενώ οι πηγές από τις οποίες απέσπασαν μαρτυρίες ή συνεντεύξεις ξεπερνούσαν τις 40. Υπήρχε ένα μοτίβο που επαναλαμβανόταν: αμέλεια των αστυνομικών μπροστά στις καταγγελίες, πλημμελής άσκηση καθηκόντων κατά την έρευνα, αποσύνδεση των εξαφανίσεων από την έννοια του εγκλήματος, υπερπροβολή των – λιγοστών – εξαφανίσεων που αφορούσαν λευκές οικογένειες. Η έρευνα των δύο γυναικών «ξεσκέπασε» τέσσερις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι αρμόδιοι δήλωσαν πως τα αγνοούμενα πρόσωπα είχαν επιστρέψει σπίτι τους με ασφάλεια, σε πείσμα των συγγενών τους που εξακολουθούσαν να δηλώνουν την εξαφάνισή τους.
Αλήθεια και ψεύδος
Εξι χρόνια μετά τον θάνατό της το γκαράζ όπου βρέθηκε το πτώμα της Σμιθ έχει γκρεμιστεί. Κάποιοι γείτονες της Λατόνια Μουρ, ωστόσο, αποφεύγουν να περάσουν από το δρομάκι. «Είναι σαν να την έχουμε ξεχάσει» λέει η μητέρα της που ακόμη αναζητά την εξιλέωση. Οι τηλεφωνικές κλήσεις έχουν λιγοστέψει, το ίδιο και τα likes στις αναρτήσεις της για την «πληγή» που στοιχειώνει το σύγχρονο Σικάγο. Η ίδια ασχολείται πλέον με τη 12χρονη εγγονή της, η οποία όμως την αποκαλεί «μαμά», επειδή δεν θέλει να ξέρουν οι συμμαθητές της ότι η πραγματική μητέρα της σκοτώθηκε.
Την ίδια στιγμή δεν έχει σταματήσει να ψάχνει την άκρη του μίτου σε μια αργή και βασανιστική οδύσσεια. Θα μάθει ποτέ την αλήθεια; Θα σταματήσει ποτέ το ψεύδος σ’ αυτή την πόλη; Οι αστυνομικοί στους οποίους είχε προσφύγει έφτασαν στο σημείο να πουν ότι έφταιγε και η κόρη της για να βρεθεί νεκρή με τέτοιον τρόπο. «Πρέπει να σταματήσουν να σκέφτονται ότι μαύροι σημαίνει αυτομάτως πορνεία και ναρκωτικά. Κανείς δεν ξέρει την ιστορία του άλλου». Αυτό ήταν το πρώτο βήμα των δύο δημοσιογράφων που κέρδισαν το Πούλιτζερ. Να μάθουν από την αρχή την ιστορία των άλλων.