Εν όψει της επίσκεψης του έλληνα πρωθυπουργού Κ. Μητσοτάκη στην Αγκυρα έχει τεθεί το δίλημμα κατά πόσο η συνάντηση με τον τούρκο πρόεδρο Τ. Ερντογάν πρέπει να γίνει.
Εάν είναι κατάλληλη η στιγμή, ιδιαίτερα μετά την απαράδεκτη απόφαση του τούρκου προέδρου να μετατραπεί η Μονή της Χώρας, το σπουδαίο αυτό πολιτιστικό σύμβολο, σε μουσουλμανικό τέμενος, που μάλιστα εγκαινίασε πριν από τη συνάντηση.
Κατά την ίδια άποψη έχουν προηγηθεί τουρκικές προκλήσεις με NAVTEX, ή αμφισβήτηση για τα θαλάσσια πάρκα. Το ζητούμενο είναι εάν τα περιστατικά αυτά υπονομεύουν τη Διακήρυξη των Αθηνών (7-12-2023). Η απάντηση είναι «όχι» και ως ζήτημα αρχής η συνάντηση πρέπει να γίνει και ο διάλογος πρέπει να έχει συνέχεια.
Κατά πρώτον, σημειώνουμε ότι πρόκειται για την τρίτη συνάντηση των δύο ηγετών σε λιγότερο από έναν χρόνο (Βίλνιους, 13-7-2023). Διαπιστώνεται η βούληση εκατέρωθεν για διπλωματία και η αντίληψη ότι οι προϋποθέσεις για διάλογο που ζητούσε σταθερά η Αθήνα πληρούνται.
Δηλαδή να υπάρξει πολιτική δέσμευση για τη δημιουργία ενός ειρηνικού περιβάλλοντος, με την υποχρέωση αποχής από υπερπτήσεις ή μονομερείς ενέργειες σεισμικών ερευνών όπως του «Ορούτς Ρέις» το 2020 στην Αν. Μεσόγειο· από ενέργειες που θα εμπόδιζαν την προοπτική ενός διαλόγου.
Ενα μορατόριουμ ανάλογο του πρακτικού της Βέρνης για το Αιγαίο και την Αν. Μεσόγειο, ει δυνατόν για να αναχαιτιστεί η αυξητική τάση των αναθεωρητικών διεκδικήσεων της Τουρκίας.
Επισφραγίζοντας μια ασυνήθιστα μακρά περίοδο ήρεμων νερών στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, η Διακήρυξη των Αθηνών αποβλέπει στην οικοδόμηση φιλικών δεσμών, την εμπέδωση της ειρήνης, την κατανόηση και την επίλυση των διαφορών με ειρηνικά μέσα.
Ενα μορατόριουμ να αποτρέψει γεγονότα που θα υπονόμευαν τους επαγγελλόμενους στόχους της. Ο στόχος της επίλυσης μπορεί να επιδιωχθεί κλιμακωτά με το τριπλό επίπεδο, της θετικής ατζέντας και των ΜΟΕ που έχουν ήδη δρομολογηθεί, καθώς και του πολιτικού διαλόγου, ως συνέχιση των διερευνητικών επαφών για την οριστικοποίηση της ατζέντας προς διαπραγμάτευση, αλλά και με ρόλο σε διαχείριση κρίσεων.
Οι προϋποθέσεις ενός διαλόγου διασφαλίζονται, όπως τέθηκαν από την Αθήνα και προφανώς εξυπηρετούν και την Αγκυρα.
Τα διλήμματα για τη συνάντηση επικεντρώνονται στις προκλήσεις από την τουρκική NAVTEX (25 Φεβρουαρίου) και την αμφισβήτηση για τα θαλάσσια πάρκα (15 Απριλίου). Με τη συνήθη ενοχλητική τακτική της η Αγκυρα εξέδωσε τη NAVTEX από δικό της σταθμό για περιοχή όπου κατά τόπο αρμοδιότητα έχει ελληνικός σταθμός.
Η Ελλάδα διαμαρτυρήθηκε και το συμβάν έληξε. Πρόκειται για παρατυπία, αλλά δεν αφορά τον πυρήνα των διαφορών, ούτε από την ενεργοποίηση της NAVTEX θα προκαλούνταν ένταση· σε αντίθεση με την παράνομη NAVTEX για σεισμικές έρευνες του «Ορούτς Ρέις» σε διεκδικούμενη από την Ελλάδα περιοχή υφαλοκρηπίδας.
Κατά πόσο τα θαλάσσια πάρκα δικαιολογούν τουρκική αντίρρηση;
Εάν αφορά χωροθέτησή τους σε αιγιαλίτιδα ζώνη της νησιωτικής αλυσίδας από τη Μήλο έως τη Νίσυρο, τότε συνιστά πράξη κυριαρχίας.
Εν προκειμένω δεν διασαφηνίζεται εάν αφορά περιοχή ανοικτής θάλασσας, σαν ζώνη NATURA, διοικητικών αρμοδιοτήτων, με στόχο τη μέριμνα οικολογικής βιωσιμότητας και προστασίας, την ανακίνηση θαλάσσιας ευαισθητοποίησης ή την αναψυχή.
Διαφέρει το καθεστώς εάν πρόκειται για θέσπιση περιβαλλοντικής/οικολογικής ζώνης για την άσκηση κυριαρχικών δικαιωμάτων, αρμοδιοτήτων και δικαιοδοσιών, παραλλαγή μιας μερικής σε έκταση και λειτουργικότητα ΑΟΖ.
Παρότι πρόκειται για περιοχή στην οποία η Τουρκία προβάλλει διεκδικήσεις κυριαρχικών δικαιωμάτων, εν τούτοις η διαμαρτυρία της εστίασε στην αμφισβήτηση κυριαρχίας των βραχονησίδων, χωρίς περαιτέρω συνέχεια.
Η μετατροπή της Μονής της Χώρας σε τέμενος δεν είναι διμερές ζήτημα, αλλά ορθώς πρέπει να θέσει το θέμα ο έλληνας πρωθυπουργός. Επίσης είναι ο κατάλληλος χρόνος να αναζωογονηθεί η συμφωνία του 2000 για τα σχολικά εγχειρίδια, ώστε να αποσοβηθεί αναφορά τύπου «Γαλάζιας Πατρίδας» σε αυτά.
Εν κατακλείδι, η συνάντηση της 13ης Μαΐου στην Αγκυρα είναι ένας ακόμη σταθμός του οδικού χάρτη.
Οι δύο ηγέτες θα επιβεβαιώσουν την ύπαρξη ήπιου κλίματος και θα δηλώσουν τη συνέχιση των επαφών.
Ομοίως θα αξιολογήσουν τις συνθήκες ως προς την επέλευση προσδοκώμενων αποτελεσμάτων.
Πράγματι, μπορεί μεν η ατζέντα χαμηλής πολιτικής να συνεχίσει να διατηρεί την καλή σχέση, όμως παράλληλα πρέπει να εκκινήσει δομημένος ο πολιτικός διάλογος για την επίλυση των δύσκολων θεμάτων υψηλής πολιτικής.
Ο Πέτρος Λιάκουρας είναι καθηγητής Διεθνούς Δικαίου, διευθυντής Μεταπτυχιακού Προγράμματος «Διεθνείς και Ευρωπαϊκές Σπουδές», στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς.