Οσο πλησιάζουν οι ευρωεκλογές αρχηγοί και κόμματα ανεβάζουν πίεση. Παλεύουν με νύχια και με δόντια και για την τελευταία ψήφο, επιστρατεύοντας ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς: ποιος να το έλεγε πριν από 15-20 χρόνια ότι η… Γιουροβίζιον θα μπορούσε να αξιοποιηθεί σε τέτοια μάχη; Ομως αφού η ίδια η μάχη είναι πλέον εν πολλοίς εστιασμένη στο ποια τηλεπερσόνα θα τραβήξει περισσότερους πρόκειται για λογική εξέλιξη, όσο κι αν προσβάλλει εξίσου τόσο τη φύση όσο και τον σκοπό των εκλογών.
Να ήταν όμως μόνον αυτό που τα προσβάλλει, θα ήταν καλά. Δυστυχώς, υπάρχουν πολύ πιο βαθιά και χειρότερα. Και τα «σκήπτρα» κατέχει ο τρόπος που τα ίδια τα κόμματα χτίζουν όχι τόσο τα ψηφοδέλτιά τους, αλλά τα πολιτικά εκλογικά τους προτάγματα και διλήμματα. Και αυτό για δύο λόγους: όχι απλώς επειδή στη συντριπτική πλειοψηφία τους αυτά ουδεμία σχέση με το αντικείμενο και το περιεχόμενο των ίδιων των εκλογών έχουν, αλλά και επειδή δεν αποτελούν καν προϊόντα πραγματικών πεποιθήσεων των κομματικών ηγεσιών: συνιστούν αποτελέσματα καθαρών ψηφοθηρικών καιροσκοπισμών.
Πώς διαμορφώνονται οι θέσεις που εκφράζουν ως δήθεν «μεγάλα διακυβεύματα» των ευρωεκλογών; Κυρίως ως άθροισμα δύο παραμέτρων: αφενός δημοσκοπικών μετρήσεων που ανιχνεύουν όσο μπορούν τι πρέπει να πει ο κάθε αρχηγός για να τραβήξει κόσμο και, αφετέρου, των ομάδων πολιτικής και επικοινωνίας που αναλαμβάνουν να εκφράσουν αυτό που θα ορίσει η πιο πάνω διαδικασία. Κάπως έτσι προκύπτουν τα… «μεγάλα διακυβεύματα για το μέλλον της χώρας»… Και παρά το γεγονός ότι αυτό είναι δεδομένο αναντίρρητο, υπάρχει και ένας αρκετά χαριτωμένος τρόπος να το ελέγξει κανείς, με λίγη υπομονή (και επιμονή) και μετά το κλείσιμο της κάλπης. Ενα παράδειγμα μπορεί να δείξει του λόγου το αληθές. Αλιεύεται μεν από τον προεκλογικό αγώνα της κυβέρνησης, έχει όμως οριζόντια ισχύ – άλλωστε, σε αυτές ειδικά τις εκλογές ουδείς έχει ακόμα καταλάβει τι ακριβώς λένε τόσο η μεταμοντέρνα όσο και η απαρχαιωμένη αντιπολίτευση, ώστε να… συλλεγεί δείγμα.
Ο Πρωθυπουργός θέτει τώρα μετ’ επιτάσεως ως κύρια διλήμματα των ευρωεκλογών την τροχιά της οικονομίας, την πολιτική σταθερότητα της χώρας και τις μεγάλες αλλαγές που όπως λέει «θα φέρουν ακόμα πιο κοντά την Ελλάδα στην τροχιά της Ευρώπης». Γιατί τα θέτει; Επειδή δεν θέλει, το λέει επίσης, να επικρατήσει η σκέψη της ευκαιρίας για έκφραση δυσαρέσκειας, με τη λογική του ότι επειδή δεν είναι εθνικές εκλογές δεν υπάρχει «κίνδυνος». Είναι μία κατανοητή στρατηγική από την πλευρά του. Υπό μία, έστω και μεταγενέστερη, αίρεση: ότι το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών τελικά θα τον δικαιώσει.
Αν όμως, για τον α ή β λόγο, τελικά αυτό που εκτιμά και ελπίζει με αυτή τη στρατηγική δεν συμβεί – οι εκλογές είναι τελικά πάντοτε απρόβλεπτες – τότε τι θα σημαίνουν μετά τις ευρωεκλογές αυτά που έλεγε όλο το προηγούμενο διάστημα; Αν δηλαδή τα ποσοστά του κυβερνώντος κόμματος δεν είναι αυτά που περιμένει σε σχέση με εκείνα της αντιπολίτευσης, τι θα λέει; Οτι η πολιτική ζωή στη χώρα δεν είναι πλέον σταθερή; Τι θα κάνει; Θα παραιτήσει την κυβέρνησή του και θα προκηρύξει… πρόωρες εθνικές εκλογές για να επαναφέρει τη (δήθεν) χαμένη σταθερότητα; Ή, για την οικονομία, τι θα πει; Οτι ξαφνικά βρίσκεται σε τροχιά… κατάρρευσης αν οι συσχετισμοί γίνουν δυσχερείς για το κόμμα του;
Ασφαλώς όχι. Τίποτε από αυτά. Αν η κυβέρνηση δεν πάει τελικά καλά, όλα τα παραπάνω θα τα διαγράψει από τη μνήμη του σε δευτερόλεπτα. Γιατί τότε δεν θα τον βολεύουν πια. Και γιατί και τώρα που τον βολεύουν είναι απλώς ανούσια. Θα πει λοιπόν κάτι σαν «συνεχίζουμε το σπουδαίο έργο μας – δεν άλλαξε τίποτε για εμάς, ευρωεκλογές ήταν, θα κριθούμε στην ώρα μας». Αυτό δεν θα πει; Ή όχι;