Υπάρχουν κάποιες στιγμές που εγγράφονται στη συλλογική μας μνήμη και αποτελούν σημείο αναφοράς ενός ολόκληρου λαού. Πρώτα απ’ όλα είναι τα ιστορικά γεγονότα. Για παράδειγμα, έχω ρωτήσει πολλές φορές, για τις ανάγκες ενός δημοσιογραφικού θέματος, γνωστούς ή λιγότερο γνωστούς Ελληνες και Ελληνίδες που ήταν ή τι θυμούνται (ανάλογα με την ηλικία τους) την ημέρα που κηρύχθηκε ο πόλεμος, που μπήκαν οι Γερμανοί στην Αθήνα, που απελευθερώθηκε η πρωτεύουσα, που έγινε η χούντα, το βράδυ της εισβολής στο Πολυτεχνείο ή εκείνο το απόγευμα του Ιουλίου του 1974 που ξεχυθήκαμε στους δρόμους, το απόγευμα της Μεταπολίτευσης.
Προσωπικά, θυμάμαι επίσης πού ήμουν και τι έκανα στις 18 Οκτωβρίου του 1981 όταν το ΠΑΣΟΚ κέρδισε τις εκλογές, ότι στις 11 Σεπτεμβρίου του 2001, περιμένοντας να διασχίσω το φανάρι στην πλατεία Κλαυθμώνος, έμαθα, από ένα τηλεφώνημα στο κινητό, την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους αλλά και τι έκανα εκείνο το βράδυ που, περασμένα μεσάνυχτα, μάθαμε από την τηλεόραση, λόγω της σύλληψής του, ποιος ήταν, τελικά, ο αρχηγός της 17 Νοέμβρη (τηλεφωνούσα σε φίλους και γνωστούς και τους έλεγα να ανοίξουν τηλεόραση γιατί, μετά, θα ζητάνε να τους τα πω). Θυμάμαι ακόμη σε ποια βεράντα ήμουν το καλοκαίρι του 1992, τότε που ένας άγνωστος αρσιβαρίστας, ο Πύρρος Δήμας, κέρδιζε, ύστερα από δώδεκα χρόνια, χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς αλλά και με ποιους είδα τη Γιουροβίζιον στην οποία η Ελενα Παπαρίζου κατέκτησε την πρώτη θέση.
Ενα τέτοιο βράδυ ήταν αυτό της περασμένης Πέμπτης, όταν ο Ολυμπιακός προκρίθηκε για πρώτη φορά σε τελικό ευρωπαϊκού Κυπέλλου. Δεν «καταγράφηκαν» μόνο οι συνθήκες κάτω από τις οποίες παρακολούθησα τον αγώνα αλλά και τα συναισθήματα και οι μνήμες. Κάπου στην άκρη του κεφαλιού μου, ο Στράτος Παγιουμτζής τραγουδούσε το «Ολυμπιακέ μεγάλε, Ολυμπιακέ τρανέ που εσάρωσες τη Σάντος, την ομάδα του Πελέ» (είναι ο πιο αγαπημένος μου ύμνος της ομάδας), θυμήθηκα τη ζήλεια και τον θυμό που ένιωσα το 1971 όταν ο Παναθηναϊκός πήγε στο Γουέμπλεϊ, την πρώτη φορά που πήγα στο Καραϊσκάκη (κρυφά από τους γονείς μου, με ένα ξάδελφό μου), εκείνο το σύνθημα, στη μελωδία του «Παλιατζή», που έλεγε «Πάρ’ ό,τι θέλεις Γκαϊτατζή / Γραμμό, Δομάζο και Καψή» και πολλές κλωτσοπατινάδες με «αλλόθρησκους» συνομηλίκους μου. Κι αν δεν θυμάμαι τη «νύχτα που έφυγε ο Μπούκοβι», διάβασα το ομώνυμο μυθιστόρημα του Χαριτόπουλου και είναι σαν να την έζησα.
Το «ροκ» του μέλλοντός μας
Νομίζω ότι κάπως έτσι ένιωσαν, κάτι τέτοια θυμήθηκαν όλοι οι Ολυμπιακοί το μεγαλειώδες βράδυ της Πέμπτης. Είδα στα τηλεοπτικά ρεπορτάζ υπερήλικες να δακρύζουν, 90ρηδες να μιλάνε για το όνειρο δεκαετιών που γινόταν πραγματικότητα, νέα παιδιά να «παραμιλάνε». Ομως το πιο συγκινητικό ήταν τα μηνύματα τύπου «Σ’ ευχαριστώ πατέρα» που γέμισαν τα σόσιαλ μίντια. Αναφορές μεγάλων ανθρώπων στον πεθαμένο από χρόνια πατέρα τους που τους έκανε Ολυμπιακούς, φωτογραφίες με τον μπαμπά σε κάποιες κερκίδες της δεκαετίας του 1960. Και συνειδητοποίησα, για άλλη μια φορά, ότι η αγάπη στην ομάδα καλλιεργεί οικογενειακούς δεσμούς, δημιουργεί ζωογόνες αναμνήσεις, παράγει ισχυρή οικογενειακή παράδοση. Οπως, χαρακτηριστικά λέει κάποιος φίλος «Τι έχουμε να θυμόμαστε από την οικογένεια; Τις γεννήσεις, του θανάτους και την ομάδα μας».
Σημασία όμως έχει ότι τα πιτσιρίκια μας, που τα κάναμε κι αυτά Ολυμπιακούς πριν καν καταλάβουν τι είναι το ποδόσφαιρο, το βράδυ της Πέμπτης άρχισαν να καλλιεργούν τη δική τους «Ολυμπιακή μυθολογία» και να «αποθηκεύουν» στιγμιότυπα. Οταν μεγαλώσουν θα έχουν να λένε για εκείνη την ημέρα που προκριθήκαμε στον τελικό του Conference League. Τα κενά της μνήμης τους θα τα γεμίζουν με εκείνο το είδος της φαντασίας που στοιχειοθετεί πραγματικότητα, ακριβώς όπως ο Φελίνι, όταν διηγούνταν τα παιδικά του χρόνια στο Ρίμινι και η μητέρα του τού έλεγε ότι τα γεγονότα δεν είχαν συμβεί ακριβώς έτσι, απαντούσε «…αφού έτσι τα θυμάμαι, έτσι έγιναν». Και στις μελλοντικές νίκες της ομάδας τους θα ευχαριστούν τους πατεράδες τους που τους έκαναν Ολυμπιακούς.