Βασικές αιτίες για την επιστροφή του VMRO-DPMNE στην εξουσία απετέλεσαν η απογοήτευση του εκλογικού σώματος από την οικονομική κρίση, η διαιώνιση της διαφθοράς και, κυρίως, η διάψευση των ευρωπαϊκών προοπτικών της χώρας, με ευθύνη λιγότερο των Βρυξελλών και περισσότερο των βουλγαρικών εκβιασμών.
Κεντρικό ζήτημα αποτέλεσε στην προεκλογική περίοδο η Συμφωνία των Πρεσπών, με τα κόμματα του δεξιού συνασπισμού να δημαγωγούν, κάνοντας λόγο «για ταπεινωτικό συμβιβασμό».
Η στάση της ΝΔ απέναντι στις Πρέσπες αντικειμενικά ευνόησε την άνοδο των εθνικιστικών δυνάμεων και στις δύο πλευρές των συνόρων. Δεν αξιοποίησε τη δυναμική της Συμφωνίας, η οποία ενταφίασε νομικά τον αλυτρωτισμό των ακραίων κύκλων της γειτονικής χώρας (βλ. ιδίως το άρθρο 4 παρ. 3 και την τροποποίηση του άρθρου 49 του Συντάγματος).
Η λύση της σύνθετης ονομασίας, παρά την ακραία αντίθετη δημαγωγία της ΝΔ, συμμετρική με αυτή του VMRO, αποτελούσε μια κοινά αποδεκτή λύση και, ως προς την Ελλάδα, την πάγια εθνική γραμμή, όπως είχε διαμορφωθεί από το 2004 και αποτυπωνόταν έκτοτε σε όλες τις προγραμματικές κυβερνητικές δηλώσεις.
Προς τιμήν της, το ότι η Συμφωνία απετέλεσε επιτυχία ως προς την ονομασία, αποδέχθηκε πρόσφατα δημόσια και η κυρία Μπακογιάννη.
Ο κ. Μητσοτάκης έχει σοβαρότατη προσωπική ευθύνη για την υπονόμευσή της.
Η πριν απ’ τις εκλογές του 2019 ανοχή και έμμεση ενθάρρυνση στα «φυντάνια» που φώναζαν στις συγκεντρώσεις «στα όπλα, στα όπλα, να πάρουμε τα Σκόπια» ή έδειχναν τα οπίσθιά τους στις κάμερες, δημιούργησε στη βόρεια Ελλάδα ένα ακροδεξιό Φρανκεστάιν. Το ότι θα πληρώσει εκλογικό κόστος στις επικείμενες εκλογές για τα επίχειρα του τυχοδιωκτισμού του δεν πρέπει να αποτελεί παρηγοριά για κανένα δημοκρατικό πολίτη. Η ενίσχυση της Ακροδεξιάς δεν εγκυμονεί τίποτα καλό για τον τόπο.
Από την άλλη μεριά, κατά την περίοδο της αποσταθεροποίησης της κυβέρνησης Ζάεφ, της μόνης πολιτικής δύναμης που είχε το πολιτικό σθένος να αποδεχθεί την αλλαγή της συνταγματικής ονομασίας της χώρας, όταν το VMRO-DPMNE ξεκάθαρα απειλούσε ότι θα επαναφέρει σκέτο το όνομα «Μακεδονία» και τον αλυτρωτισμό, ο Κυρ. Μητσοτάκης δεν έστειλε σαφές μήνυμα στήριξης της Συμφωνίας, την οποία και ο ίδιος υπονόμευε.
Δύο κοινοβουλευτικές ερωτήσεις είχα καταθέσει για να καταγγείλω την ουσιαστική κατάργηση των επιτροπών για τα σχολικά βιβλία και τα εμπορικά σήματα, που είχε ως αποτέλεσμα να παραμένουν στοιχεία αλυτρωτισμού στα βιβλία της γειτονικής χώρας και να μην προστατεύονται τα προϊόντα μας από τη Μακεδονία. Σε απάντηση ο πρωθυπουργός κόμπαζε ότι οι απειλές των ομοϊδεατών του στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα δικαιώνουν, τάχα, την επαμφοτερίζουσα δική του τακτική της μη πλήρους εφαρμογής της.
Δεν κύρωσε στη Βουλή τα Μνημόνια, που προστατεύουν τα εθνικά μας συμφέροντα, προβλέποντας ότι ελληνικά αεροπλάνα θα προστατεύουν τον εναέριο χώρο της γείτονος και όχι τουρκικά, όπως είναι ο διακαής πόθος της Αγκυρας. Οι πρόσφατες εξελίξεις ευνοούν αντικειμενικά τους βραχυπρόθεσμους και μακροπρόθεσμους σχεδιασμούς της.
Το μέλλον προοιωνίζεται δυσοίωνο. Μπορεί ο προαλειφόμενος για πρωθυπουργός κ. Μίτσκοσκι να μην καταγγείλει τη Συμφωνία, επειδή γνωρίζει ότι κάτι τέτοιο θα βάλει ταφόπετρα στις ευρωπαϊκές προοπτικές της χώρας του, επανειλημμένα όμως δήλωσε κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας ότι δεν θα χρησιμοποιεί το πρόθεμα «Βόρεια», παρά τη συνταγματική επιταγή. Η κυβέρνηση πρέπει να ξεφύγει από τον λήθαργό της και να αντιδράσει άμεσα και ενεργητικά με τα όπλα που δίνουν οι Πρέσπες. Αυτές, αντίθετα με τη (μη) λύση της διπλής ονομασίας που διαπραγματευόταν η ΝΔ, επιβάλλουν ως διεθνή υποχρέωση τη χρήση του συνταγματικού ονόματος, παντού (erga omnes) στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, στο ΝΑΤΟ, στον ΟΗΕ, στους άλλους διεθνείς οργανισμούς και στις διμερείς σχέσεις (άρθρο 1 παρ. 3). Πέραν από τις πρόνοιες που περιέχει η Συμφωνία στο άρθρο 19, η κυβέρνηση οφείλει να ενεργοποιήσει τις προβλέψεις του άρθρου 1 και του άρθρου 20 παρ. 8 που δεσμεύουν τη Βόρεια Μακεδονία ως προς τη συμμετοχή της σε διεθνείς, πολυμερείς ή περιφερειακούς θεσμούς ή οργανισμούς, συμπεριλαμβανομένης της ΕΕ.
Κριτήριο του πατριωτισμού είναι πάντοτε η πράξη.
Ο Γιώργος Κατρούγκαλος είναι καθηγητής Δημοσίου Δικαίου, ανεξάρτητος εμπειρογνώμονας του ΟΗΕ, πρώην υπουργός Εξωτερικών