Υπό κανονικές συνθήκες, δεν θα έπρεπε κανείς να ασχολείται με τον Στέφανο Κασσελάκη. Ενας περαστικός από μια κοινωνία τις ιδιαιτερότητες της οποίας αγνοεί, ένας εισοδιστής στον ΣΥΡΙΖΑ που παπαγαλίζει συνθήματα μακριά από κάθε είδους αριστερή κουλτούρα, ένας κομματάρχης που επιδιώκει να διευρύνει την εκλογική βάση του κόμματός του χρησιμοποιώντας απλώς τη δυνατότητα να ταξιδεύει και να εμφανίζεται στα ΜΜΕ, υπό κανονικές συνθήκες, δεν θα έπρεπε να απασχολεί την ελληνική κοινωνία. Το ότι την απασχολεί οφείλεται σε όσα συνέβησαν την προηγούμενη δεκαετία, της χρεοκοπίας, της αγανάκτησης, των μνημονίων και των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ στην κυβέρνηση.
Γλιτώσαμε στο τσακ την καταστροφή, επιστρέψαμε το 2019 στην κανονικότητα που η κυβερνητική διαχείριση Μητσοτάκη συνέβαλε στην εμβάθυνσή της, απαλλαγήκαμε από τα πρόσωπα του λαϊκισμού που οδηγούσαν τη χώρα εκτός της Ευρώπης, στην καταστροφή. Χωρίς Χρυσή Αυγή και με τους αστέρες της στη φυλακή ή παροπλισμένους, χωρίς τον Καμμένο (αλλά με πολλά στελέχη του ενσωματωμένα στον ΣΥΡΙΖΑ, χάρη στον Αλέξη Τσίπρα που έκανε αριστερούς σε ένα βράδυ όσους χρειαζόταν ο κομματικός μηχανισμός του), χωρίς τον Βαρουφάκη και αρκετούς ακόμα από το τοξικό σύστημα του εξουσιαστικού ΣΥΡΙΖΑ, τα πράγματα θα μπορούσαν να έχουν πάει ακόμα καλύτερα.
Δεν πήγαν επειδή η αξιωματική αντιπολίτευση παραδόθηκε στον Κασσελάκη, ο οποίος συμπεριφέρεται σαν να αγόρασε τον ΣΥΡΙΖΑ. Στη διάρκεια των λίγων μηνών που ηγείται του κόμματος, δεν χάνει ευκαιρία να επιδεικνύει τα πλούτη του και να κάνει άσχετες δηλώσεις, που είτε τις αφήνει στη λήθη είτε προσπαθεί να τις μαζέψει ένα σύστημα που τον περιβάλλει. Και τι δεν έχει πει. Αρχίζοντας από την Κύπρο όταν αποκάλεσε κρατίδιο αυτό που η ελληνική πολιτική ορθότητα αποκαλεί ψευδοκράτος, και τελειώνοντας με τη δήλωση για υπουργούς που σκοτώνουν παιδιά…
Το κερασάκι στην τούρτα των επιτευγμάτων του ήταν η αδιανόητη για πολιτικό αντίδρασή του «σε ζωντανή μετάδοση» έπειτα από μια ερώτηση. Η επιλογή του προέδρου Κασσελάκη, με την προτροπή προφανώς του επιτελείου του, να δίνει συνεντεύξεις στις πιο απολιτικές εκπομπές, στα πρωινάδικα, κίνηση που εύλογα οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ψάχνει ψήφους στο λιγότερο πολιτικοποιημένο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας, τον οδήγησε στη Σίσσυ Χρηστίδου και στο πρόγραμμα «Χαμογέλα και πάλι». Ανάμεσα σε διάφορα χαριτωμένα, η παρουσιάστρια τον ρώτησε για το πολιτικό μέλλον δύο στελεχών του, του Χρήστου Σπίρτζη και του Γιώργου Βασιλειάδη, που πήραν σαφείς αποστάσεις από τη φράση περί εγκληματιών υπουργών. Ο πρόεδρος, δυσαρεστημένος με την ερώτηση, παραμέρισε το μικρόφωνο και αποχώρησε από την εκπομπή χωρίς να απαντήσει.
Η συγκεκριμένη πράξη είναι αδιανόητη για πολιτικό αρχηγό, και μάλιστα ενός κόμματος που κατηγορεί τη συμπολίτευση ότι προσπαθεί να ελέγξει τον Τύπο. Στη δημόσια ζωή δεν υπάρχει ερώτηση που απαγορεύεται ούτε δημοσιογράφος ο οποίος οφείλει να κάνει μόνο αρεστές ερωτήσεις σε πολιτικούς. Αν ο πρόεδρος Κασσελάκης ψάχνει πρόσωπα που θα τον λείχουν, σύντομα θα μείνει να μιλάει μόνο σε κομματικά μέσα και σε στενό κύκλο αρεστών.
Η πολιτική στις δημοκρατίες δεν είναι μονόλογος. Και οι δημοσιογράφοι δεν είναι υπάλληλοι των πολιτικών. Ας το καταλάβει. Αν νομίζει ότι θα μείνει στην πολιτική επειδή μιλάει αγγλικά είναι μακριά νυχτωμένος. Αν θέλει να επιβιώσει, ας στρωθεί να μάθει πέντε πράγματα – αν είναι αριστερά, τόσο το καλύτερο για το κοινό του.
Μάθημα πρώτον: ο Αρης της Αριστεράς δεν είναι ο Σπηλιωτόπουλος.
Μηνύματα στη Γιουροβίζιον
Ο διαγωνισμός της Γιουροβίζιον δεν είναι τελικά απολιτικός. Η φετινή διοργάνωση, μάλιστα, έγινε αφορμή εκδήλωσης διαφόρων τύπων ριζοσπαστισμού, που μπορεί να ταιριάζει γάντι και με την ελαφρότητα του μουσικού διαγωνισμού.
Εν πρώτοις, εκδηλώθηκε ως υπονόμευση της υποψηφιότητας του Ισραήλ η αποδοκιμαστική κοροϊδία της τραγουδίστριας που εκπροσωπούσε τη χώρα από τον ολλανδό συνάδελφό της, την ώρα που έδινε συνέντευξη – και ως αντισημιτισμός. Ως κοροϊδευτική εκλήφθηκε και η γκριμάτσα της ελληνίδας τραγουδίστριας, που η ΕΡΤ αργότερα απέδωσε στην κούραση. Προσωπικώς είμαι έτοιμος να δεχτώ τη δικαιολογία, αλλά και πάλι, η στάση της τραγουδίστριας προδίδει έλλειμμα επαγγελματισμού.
Πάντως, ακόμα κι αυτό δεν δικαιολογεί την επίθεση, με χαρακτηριστικά κουλτούρας της ακύρωσης, προς την ελληνίδα τραγουδίστρια, στο όνομα της αντίθεσης στη woke κουλτούρα – επίθεση υβριστική και σεξιστική απέναντι σε ένα εύκολο θύμα, ανυπεράσπιστο που όφειλε να μένει σιωπηλό. Προσωπικά, έχω μάθει ότι όσοι αντιτίθενται στη woke κουλτούρα δεν κανιβαλίζουν. Συζητούν και ανταλλάσσουν επιχειρήματα.
Διαπίστωσα ακόμα ότι η ακρότητα του δόγματος των σπουδών φύλου, ότι το φύλο είναι κοινωνική κατασκευή, είναι πια κυρίαρχη στη Γιουροβίζιον. Μοναδική εξαίρεση στον ριζοσπαστισμό, η έμφαση με την οποία υποστήριξε το Ισραήλ και την Ουκρανία το κοινό που ψήφιζε. Η υπεράσπιση της Δύσης, ως ιδέας της ελευθερίας, θέλω να πιστεύω ότι είναι το κεντρικό μήνυμα.