Στα σκαλιά της Σχολής εκείνο τον μακρινό Σεπτέμβρη γεννηθήκαμε κι οι δυο. Μεσημεράκι φθινοπωρινό, έμπαινες καθώς έβγαινα από μέσα και μην ξέροντας ποιος να παραμερίσει σταθήκαμε αμήχανοι σαν μπροστά σ’ έναν καθρέφτη που έδειχνε το άλλο μας πρόσωπο. Κι αφού διαπιστώσαμε πως γνωριζόμαστε από χρόνια, πήγαμε στο στριμωγμένο στη στοά καφενεδάκι, ήπιαμε έναν τούρκικο, ανάψαμε τσιγάρο, εγώ ΠΑΛΛΑΣ εσύ ΚΑΡΕΛΛΙΑ και συνεχίσαμε μια κουβέντα, που δεν είχαμε ποτέ αρχίσει.
Γύριζαν γύρω μας παιδιά που σαν κι εμάς θα δίνανε εξετάσεις να μπούνε στη Σχολή του Εθνικού, μα δεν τα βλέπαμε, όχι γιατί δεν θέλαμε, αλλά γιατί δεν είχαμε μάτια παρά ο ένας για τον άλλον.
Αυτή ήταν η αρχή, το τέλος ήρθε Μεγάλο Σάββατο πρωί. Στο τηλέφωνο η φωνή του Αλέξη. «Η Αννα έφυγε».
Πήγα να πω, «Μα δεν μπορεί, χτυπάει ακόμα η καρδιά μου» και μου ‘φεραν λίγο νερό.
Οι μέρες μέχρι την ταφή μουδιασμένες με τις εικόνες μιας ζωής να έρχονται σαν αστραπές και να φωτίζουνε στιγμές, εικόνες, χειρονομίες, φωνές και βλέμματα. Τα μάτια σου γαλάζια δάκρυα, τα δάχτυλά σου στα πλήκτρα του πιάνου, η φωνή σου ραγισμένο σπάνιο κρύσταλλο, κι αυτό το μισό χαμόγελο σαν να κορόιδευε τον ουρανό.
Σπάνιο πλάσμα κι ακριβό, να το τραβάνε απ’ το μανίκι δυο κόσμοι, απ’ τη μεριά της μητέρας της ένα σόι αριστεροί αγωνιστές κι απ’ την άλλη ο πατέρας της, μια οικογένεια αθηναίων μεγαλοαστών, κτηματίες με ολόκληρο χωριό κάποτε δικό τους και ένα ιδιόκτητο νησί. Πήρε κι απ’ τους μεν κι απ’ τους δε, μόνο τα καλά τους. Τα υπόλοιπα τα έβλεπε με τρυφερότητα και γέλιο, κάποτε με σαρκασμό και τα μετέφραζε θεατρικά. Μπορούσε με την ίδια ευκολία να σατιρίσει μια θεία της, Μαντάμ Σουσού, αλλά και μια γυναίκα του λαού. Και τις δύο πάντα με την αθωότητα της εκ των έσω γνώσης του χαρακτήρα.
Κι όμως αυτή η γυναίκα που έβγαινε στη σκηνή με τέτοια σιγουριά δεν μπορεί κανείς να φανταστεί τι κλάμα, τι δάκρυ πότιζε της πρόβες της. Θυμάμαι και τελευταία, πόσα χρόνια είναι; Δεν είναι δέκα, έντεκα, στο «Σικάγο», στο Παλλάς, όταν χρειάστηκε να αντικαταστήσει τη Μαρινέλλα, να κλαίει σαν μωρό παιδί. «Δεν θα τα καταφέρω. Σταμάτη, δεν θα τα καταφέρω». Ποιος; Η Αννα που είχε παίξει ρόλους και ρόλους. Που είχε διανύσει χιλιόμετρα στη σκηνή. Οι νέοι ηθοποιοί γύρω της δεν το πιστεύανε, νομίζανε στην αρχή ότι έκανε ψέματα, την κοιτάζανε κατάπληκτοι.
Παρ’ όλ’ αυτά, είμαι ο τελευταίος που μπορεί να μιλήσει για την τέχνη της. Σαν η αγάπη μου να μ’ εμποδίζει να τη δω έξω από μένα. Γι’ αυτό θεωρώ πως αυτά που έγραψε ο Μιχάλης Ρέπας για την Αννα είναι ό,τι πιο ακριβές για τη σκηνική της παρουσία. Ακούστε τον.
«Σχεδόν κάθε ρόλος της Αννας είναι ένα αθώο πλάσμα, παγιδευμένο στο δίχτυ της γλώσσας, στο παραλήρημα μιας γελοίας αγωνίας και παραφοράς, που αντί να λύνει τους βρόχους, που την πνίγουν, τους δένει χειρότερα. Ενεργούμενο του λόγου της και ταυτόχρονα κωμικοτραγική αυτουργός. Η Αννα είναι η Ουίννυ της διπλανής πόρτας. Ενας Μπεκετικός ρόλος, χωρίς κείμενο. Μια διαρρηγμένη βούληση που παραντουράει. Ενας πολιτισμός που βολοδέρνει. Μια κατινιά σε διαρκή επανάσταση».
Οσο για μένα, για να γλιτώσω το μελό που μου την έχει στημένη από παντού, θα καταφύγω, όπως πάντα σε κάθε αδύναμη στιγμή μου, στο στήριγμα της ποίησης να μιλήσει εξ ονόματός μου. Ωραία «λουλούδια κι άσπρα ως ταίριαζαν πολύ» στον θάνατό της οι στίχοι του Μεγάλου Αλεξανδρινού.
Δεν είναι επιτύμβιο, είναι μετάφραση στα Ελληνικά της ακριβής μου αγάπης.
«Κι αν για τον έρωτά μου δεν μπορώ να πω –
αν δεν μιλώ για τα μαλλιά σου, για τα χείλη, για τα μάτια·
όμως το πρόσωπό σου που κρατώ μες στην ψυχή μου,
ο ήχος της φωνής σου που κρατώ μες στο μυαλό μου,
οι μέρες του Σεπτέμβρη που ανατέλλουν στα όνειρά μου,
τες λέξεις και τες φράσεις μου πλάττουν και χρωματίζουν
εις όποιο θέμα κι αν περνώ, όποιαν ιδέα κι αν λέγω».
Αννα, σου ανήκω.