Τον Απρίλιο του 1968, όταν φοιτητές που διαδήλωναν κατά του πολέμου στο Βιετνάμ κατέλαβαν το κτίριο Χάμιλτον Χολ του Πανεπιστημίου Κολούμπια, ο Τζο Μπάιντεν σπούδαζε Νομικά κάπου 400 χιλιόμετρα μακριά, στο Πανεπιστήμιο Syracuse της Νέας Υόρκης.
Ετοιμαζόταν να αποφοιτήσει, ήταν ήδη παντρεμένος, οι διαμαρτυρίες, τα συνθήματα και τα μπλουζάκια tie-dye δεν ήταν του στυλ του. «Ημουν στη Νομική Σχολή», θα θυμόταν αργότερα. «Φορούσα μπλέιζερ».
Στην αυτοβιογραφία που υπέγραψε το 2007, ο Μπάιντεν αναγνώριζε πως αντιμετώπιζε τότε τους αντιπολεμικούς διαδηλωτές στις πανεπιστημιουπόλεις με περιφρόνηση, τους αποκαλούσε «assholes» και ένιωθε «πολύ μακριά από το αντιπολεμικό κίνημα».
Το πιθανότερο είναι πως ο αμερικανός πρόεδρος δεν τρέφει μεγαλύτερη συμπάθεια για τους σύγχρονους διαδόχους εκείνων των διαδηλωτών, τους φοιτητές που διαμαρτύρονται για τον πόλεμο του Ισραήλ στη Γάζα.
Αυτή τη φορά, ωστόσο, δεν είναι ένας απλός θεατής, είναι ένας από τους στόχους της δυσφορίας που έχει κυριεύσει τα αμερικανικά πανεπιστήμια. Και πολλοί τον καλούν να διδαχθεί από αυτά που συνέβησαν το 1968 – αν και δεν συμφωνούν στο ποια μαθήματα, ακριβώς, πρέπει να αντλήσει.
Είναι 29 Αυγούστου του 1968, 10 η ώρα το βράδυ, ο Χιούμπερτ Χάμφρεϊ ετοιμάζεται να ανεβεί στο βήμα του Διεθνούς Αμφιθεάτρου του Σικάγου για την ομιλία με την οποία θα αποδεχθεί, επισήμως, το δημοκρατικό χρίσμα για την προεδρία – ξαφνικά, όμως, τα τηλεοπτικά δίκτυα διακόπτουν τη μετάδοση δείχνοντας αντ’ αυτής εθνοφρουρούς μέσα σε θωρακισμένα τζιπ να πετούν δακρυγόνα και να χτυπούν με κλομπ διαδηλωτές κατά του πολέμου του Βιετνάμ στο Γκραντ Παρκ της πόλης.
Το βίντεο διήρκεσε 17 λεπτά, μία αιωνιότητα, τόσο για τους 89 εκατομμύρια Αμερικανούς που παρακολουθούσαν όσο και για την υποψηφιότητα του Χάμφρεϊ. Το συνέδριο του Δημοκρατικού Κόμματος ήταν μια καταστροφή για τον ίδιο, αλλά και για τη χώρα, που αφέθηκε περισσότερο διχασμένη από ποτέ.
Ο μοναδικός που ωφελήθηκε ήταν ο Ρεπουμπλικανός υποψήφιος πρόεδρος, ο Ρίτσαρντ Νίξον.
Η αναταραχή που έχει πυροδοτήσει στα αμερικανικά πανεπιστήμια ο πόλεμος στη Γάζα, και ειδικότερα οι έφοδοι της αστυνομίας σε πολλές πανεπιστημιουπόλεις, έχει εμπνεύσει πολλές συγκρίσεις με το 1968.
Βοηθούν και οι συγκυρίες: το εθνικό συνέδριο του Δημοκρατικού Κόμματος, κατά το οποίο θα χριστεί και επισήμως υποψήφιος πρόεδρος ο Μπάιντεν, θα πραγματοποιηθεί, και φέτος τον Αύγουστο, στο Σικάγο.
Εκφράζονται λοιπόν φόβοι πως οι Δημοκρατικοί θα αναπαραστήσουν εκείνο το δράμα, με τον Τζο Μπάιντεν, «άλλον έναν μετριοπαθή φιλελεύθερο σε μία εποχή εξτρεμισμού», στον ρόλο του Χιούμπερτ Χάμφρεϊ.
Γράφοντας στη «Wall Street Journal», ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Τζέιμς Τράουμπ «θύμισε» στον Μπάιντεν πως «το δίδαγμα του 1968 είναι πως, παρότι τα πυροτεχνήματα βρίσκονται στα αριστερά, οι ψήφοι βρίσκονται στα δεξιά» – εννοώντας πως δεν θα τον επανεκλέξουν πρόεδρο οι διαμαρτυρόμενοι φοιτητές «αλλά οι ψηφοφόροι της εργατικής τάξης, ανάμεσά τους πολλοί Αφροαμερικανοί και ισπανόφωνοι, που αντιδρούν σε μεγάλο μέρος της προοδευτικής ατζέντας (ή τουλάχιστον αυτού που εκλαμβάνουν ως προοδευτική ατζέντα) αναφορικά με την αστυνόμευση, τη μετανάστευση, το φύλο και το περιβάλλον».
Ο Τζο Μπάιντεν, αξίζει να σημειωθεί αυτό, δεν ήταν υπέρ του πολέμου στο Βιετνάμ.
Απλώς, όπως θα έγραφε αργότερα ο ίδιος, «ουδέποτε είδα τον πόλεμο ως ένα μεγάλο ηθικό ζήτημα», αντ’ αυτού, τον έβλεπε ως «ένα τραγικό λάθος βασισμένο σε μία εσφαλμένη υπόθεση», που σημαίνει, «με όρους ανοησίας, όχι ηθικότητας».
Ηταν ήδη από τότε θεσμικός, επικεντρωμένος περισσότερο στο πώς μπορούσαν να αλλάξουν τα πράγματα μέσα από το σύστημα, παρά στους δρόμους.
Κρίνοντας από τις δηλώσεις και τη γενικότερη προσπάθειά του να αποφύγει το ζήτημα, είναι προφανές ότι η σημερινή αναταραχή στα πανεπιστήμια του προκαλεί αμηχανία – πόσω μάλλον που αυτή τη φορά το αντιπολεμικό κίνημα μολύνεται από σκοτεινά στελέχη αντισημιτισμού, τα οποία περιπλέκουν την κατάσταση.
Καταδικάζοντας «τη ρητορική μίσους και τη βία», υπερασπιζόμενος το δικαίωμα στις «ειρηνικές διαδηλώσεις», ο Μπάιντεν επιδίδεται συνεχώς σε δύσκολες ασκήσεις ισορροπίας, ενώ οι Ρεπουμπλικανοί, ο Ντόναλντ Τραμπ, κάνουν ό,τι μπορούν προκειμένου να ταυτίσουν την προεδρία του με το χάος.
Οι σχεδιαστές στρατηγικής του Δημοκρατικού Κόμματος δηλώνουν πεπεισμένοι πως οι νεαροί ψηφοφόροι (στους οποίους ο Μπάιντεν προηγείται του Τραμπ με οκτώ μονάδες διαφορά, έναντι 23 μονάδων προ τετραετίας…) θα προσέλθουν, παρ’ όλα αυτά, μαζικά να ψηφίσουν υπέρ του αμερικανού προέδρου, γιατί νοιάζονται πάντα για ζητήματα όπως οι αμβλώσεις και η οικονομία.
Η ακαδημαϊκή χρονιά όπου να ‘ναι τελειώνει, σημειώνουν, το καλοκαίρι οι πανεπιστημιουπόλεις θα ηρεμήσουν, και μπορεί κάλλιστα να παραμείνουν ήρεμες το φθινόπωρο αν ο αμερικανός πρόεδρος καταφέρει να επιβάλει ως τότε μια εκεχειρία στη Γάζα.
Αντίθετα με τον Χάμφρεϊ, που ως αντιπρόεδρος του Λίντον Τζόνσον ήταν ανήμπορος να βάλει ένα τέλος στον πόλεμο του Βιετνάμ, ο Μπάιντεν έχει πράγματι τρόπους να πιέσει το Ισραήλ να βάλει ένα τέλος στον πόλεμο στη Γάζα. «Αν δεν τα καταφέρει», προειδοποιεί ο Τζέιμς Τράουμπ, «οι Δημοκρατικοί θα έχουν λόγους να φοβούνται μια επιστροφή του 1968…».