Η στεγαστική κρίση προκαλεί μια αυξανόμενη ανησυχία σε όλη την Ευρώπη, εν μέσω έλλειψης στέγης και εκτόξευση των ενοικίων.
Περίπου το 70% των κατοίκων της ΕΕ είναι ιδιοκτήτες, το υπόλοιπο 30% ενοικιαστές ενώ περίπου το 17% του πληθυσμού της ΕΕ ζει σε συνθήκες υπερπληθυσμού.
Στην Ευρώπη, το στεγαστικό τοπίο ποικίλλει, με σημαντικό χάσμα μεταξύ ιδιοκτητών κατοικιών και ενοικιαστών. Σύμφωνα με την Eurostat, σε οκτώ από τις 36 ευρωπαϊκές χώρες, πάνω από το 90% του πληθυσμού ζούσε σε δικό του σπίτι το 2022.
Στη Γερμανία το ποσοστό των ενοικιαστών ξεπέρασε το 50% το 2022, γεγονός που την καθιστά μοναδική μεταξύ των χωρών της ΕΕ. Η Ελβετία, εξετάζοντας την Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελεύθερων Συναλλαγών (ΕΖΕΣ, Ηνωμένο Βασίλειο και υποψήφιες χώρες), είχε το υψηλότερο ποσοστό ενοικιαστών με 57,7%.
Ποσοστά ανθρώπων που είναι ιδιοκτήτες και που νοικιάζουν:
Στην Ελλάδα, ο αριθμός των ιδιοκτητών αγγίζει το 72,8% ενώ το 27,2% νοικιάζει.
Δημοφιλής η ιδιοκατοίκηση στα Βαλκάνια
Η Βόρεια Μακεδονία, η Αλβανία και η Ρουμανία διαθέτουν ποσοστά ιδιοκατοίκησης άνω του 95%. Με εξαίρεση την Τουρκία, το ποσοστό ιδιοκατοίκησης ήταν υψηλότερο στις βαλκανικές χώρες, μια τάση που επεκτείνεται στην Ουγγαρία, τη Σερβία, την Κροατία και το Μαυροβούνιο.
Αντίθετα, χώρες όπως η Αυστρία, η Τουρκία, η Δανία, η Γαλλία, η Σουηδία και το Ηνωμένο Βασίλειο υπολείπονται του μέσου όρου του ποσοστού ιδιοκατοίκησης της ΕΕ που είναι 69,1%.
Μεταξύ των «Big Four» της ΕΕ, η Ισπανία και η Ιταλία είχαν τα υψηλότερα ποσοστά, με τρεις στους τέσσερις κατοίκους να ζουν στο δικό τους σπίτι.
Δημόσιες πολιτικές και κοινωνική ενοικίαση κατοικιών
Οι ευρωπαϊκές χώρες έχουν εφαρμόσει διάφορα μέτρα πολιτικής για να εξασφαλίσουν οικονομικά προσιτή στέγαση. Αυτά περιλαμβάνουν επιδόματα στέγασης, κοινωνική ενοικίαση κατοικίας και κανονισμούς ενοικίων.
Κατά μέσο όρο, οι κοινωνικές κατοικίες αποτελούν το 8% του συνολικού αποθέματος κατοικιών στην ΕΕ, σύμφωνα με την έκθεση του ΟΟΣΑ για την προσιτή στέγαση.
Αυτό αναφέρεται σε ενοικιαζόμενα καταλύματα κατοικιών που παρέχονται σε τιμές υποαγοράς και κατανέμονται σύμφωνα με συγκεκριμένους κανόνες και όχι σύμφωνα με μηχανισμούς της αγοράς.
Οι Κάτω Χώρες, η Αυστρία και η Δανία έχουν τα μεγαλύτερα μερίδια κοινωνικής στέγασης, που αποτελούν περισσότερο από το 20% του συνολικού οικιστικού τους αποθέματος.
Το ΗΒ, η Γαλλία, η Ιρλανδία, η Ισλανδία και η Φινλανδία έχουν μέτριους τομείς κοινωνικής στέγασης, που κυμαίνονται από 10% έως 19%.
Ο τομέας είναι σχετικά μικρός στην Ελβετία (8%) και στη Γερμανία (2,7%), όπου πάνω από το ήμισυ του πληθυσμού είναι μισθωτές.
Η ποιότητα στέγασης
Η ποιότητα της στέγασης είναι κρίσιμη. Ο ΟΟΣΑ τονίζει ότι τα υπερπλήρη και περιορισμένου χώρου σπίτια επηρεάζουν αρνητικά την υγεία, ειδικά για τα παιδιά.
Ο μέσος αριθμός δωματίων ανά άτομο και τα ποσοστά υπερπληθυσμού είναι βασικοί δείκτες ποιότητας στέγασης.
Το 2022, ο μέσος αριθμός δωματίων ανά άτομο στην ΕΕ ήταν 1,6, κυμαινόμενος από 2,3 δωμάτια στη Μάλτα έως 1,1 δωμάτια στην Πολωνία, τη Ρουμανία και τη Σλοβακία.
Ο μέσος όρος δωματίου ανά άτομο ήταν χαμηλότερος στις υποψήφιες χώρες στα Βαλκάνια, συσχετιζόμενος με υψηλότερα ποσοστά υπερπληθυσμού. Παρά τα υψηλά ποσοστά ιδιοκτησίας στις βαλκανικές χώρες, ο υπερπληθυσμός παραμένει ένα ζήτημα σε αυτές τις περιοχές.
Τουλάχιστον ο μισός πληθυσμός στο Μαυροβούνιο, την Αλβανία και τη Σερβία ζούσε σε υπερπλήρη σπίτια. Το ποσοστό υπερπληθυσμού ήταν 16,8% στην ΕΕ.
Μεταξύ των χωρών της ΕΕ, τα υψηλότερα ποσοστά υπερπληθυσμού παρατηρήθηκαν στη Λετονία (41,7%), τη Ρουμανία (40,5%) και τη Βουλγαρία (36,2%), ενώ τα χαμηλότερα στην Κύπρο (2,2%), τη Μάλτα (2,8%) και την Ολλανδία (2,9%).