Τις απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης, τις οποίες αναγκάζονται να υπομείνουν οι Παλαιστίνιοι που έχουν βιώσει τον βίαιο εκτοπισμό από τις ισραηλινές δυνάμεις στη Γάζα περιέγραψε μία καθηγήτρια μαθηματικών σε άρθρο της στον Guardian.
Στη συγκλονιστική της περιγραφή, η Εμάν Μοχάμεντ αναφέρεται στις συνθήκες κάτω από τις οποίες ζει στο Ντέιρ ελ-Μπάλαχ στην κεντρική Γάζα, όπου το νερό είναι ένα αγαθό πολυτελείας, ενώ φάρμακα δεν υπάρχουν με αποτέλεσμα επεμβάσεις ακόμα και χωρίς αναισθησία.
Σύμφωνα με την Εμάν η ζωή είναι ένας «αδιανόητος αγώνας και οι περισσότεροι Παλαιστίνιοι μόλις και μετά βίας καταφέρνουν» να επιβιώσουν.
Όπως γράφει μετά και τον νέο βίαιο εκτοπισμό Παλαιστινίων από τις δυνάμεις του Ισραήλ στη Ράφα, ζουν πλέον σε ένα σπίτι 45 άτομα. Όλα αυτά τα άτομα αναγκάζονται να τρώνε πολύ μικρές μερίδες για να επιβιώσουν ενώ για να καλύψουν τις ανάγκες υγιεινής κάνουν μπάνιο με θαλασσινό νερό. Μάλιστα όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η έλλειψη νερού, έχει αναγκάσει πολλούς να πίνουν μολυσμένο νερό με αποτέλεσμα να αρρωσταίνουν.
Παράλληλα ο συνωστισμός δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων σε λίγα χιλιόμετρα κάνει την κατάσταση αφόρητη, καθώς οι συνθήκες υγιεινής είναι ανύπαρκτες, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα ασθένειες.
Ωστόσο, η ίδια ελπίζει να καταφέρουν να φτάσουν στο Ντέιρ ελ-Μπάλαχ, περισσότεροι εκτοπισμένοι από τη Ράφα που όπως γράφει χαρακτηριστικά λόγω της έλλειψης μεταφορικών μέσων, του κόστους, αλλά και του γεγονότος ότι δεν μπορούν να μετακινηθούν, «κάθονται στα σπίτια ή τις σκηνές τους και περιμένουν τη μοίρα τους – χωρίς να ξέρουν αν θα είναι μια ισραηλινή βόμβα ή μια σφαίρα».
Επίσης, αναφέρεται στον ψυχολογικό πόλεμο στην καθημερινή αμφιβολία που δεν ξέρεις αν θα ζεις αύριο, την ξεκούραση που δεν υπάρχει όταν ξυπνάς μέσα στο βράδυ ακούγοντας συνεχώς εκρήξεις, κάτι που είναι ένα «μαρτύριο».
«Τα σημάδια του ψυχολογικού πολέμου στον εαυτό μου είναι μια έντονη υπενθύμιση ότι αυτό είναι αληθινό και πως ο φόρος στην ψυχή και την ψυχική σου υγεία φαίνεται στο σώμα σου», γράφει χαρακτηριστικά.
«Οι συνθήκες διαβίωσης εδώ είναι άθλιες για τις δεκάδες χιλιάδες»
«Για περισσότερες από 200 ημέρες, η ζωή είναι ένας αδιανόητος αγώνας και οι περισσότεροι Παλαιστίνιοι μόλις και μετά βίας τα καταφέρνουν. Τα πιο βασικά αγαθά της ζωής είναι σχεδόν αδύνατο να βρεθούν και από τότε που το Ισραήλ διέταξε την εκκένωση τμημάτων της Ράφα, η ήδη αβίωτη κατάσταση έχει χειροτερέψει επικίνδυνα.
Η οικογένειά μου έχει τώρα καταφύγει στο Ντέιρ ελ-Μπάλαχ στην κεντρική Γάζα. Ζούσαμε μαζί με άλλες δύο οικογένειες – 23 άτομα – σε ένα υπερπλήρες σπίτι. Στη συνέχεια όμως εκτοπίστηκαν κι άλλοι συγγενείς μας από τη Ράφα και ο αριθμός έχει πλέον αυξηθεί σε 45.
Φανταστείτε να ζείτε σε ένα σπίτι με τόσους πολλούς ανθρώπους, που ο καθένας προσπαθεί να κάνει ένα μικρό συσσίτιο ξεπερνώντας τα όριά του σε μια προσπάθεια να πάρει μερικές θερμίδες την ημέρα. Το νερό, που κάποτε θεωρούνταν δεδομένο, είναι ένα πολύτιμο αγαθό. Χρησιμοποιούμε θαλασσινό νερό για να κάνουμε μπάνιο και πολλοί αρρωσταίνουν πίνοντας μολυσμένο νερό.
Οι συνθήκες διαβίωσης εδώ είναι άθλιες για τις δεκάδες χιλιάδες που καταφθάνουν από τη Ράφα, αναζητώντας καταφύγιο και στέγη. Ο συνωστισμός είναι αφόρητος. Έξω στους δρόμους υπάρχουν χιλιάδες σκηνές, γεμάτες με ολόκληρες οικογένειες.
Κάποιοι άνθρωποι κοιμούνται στην ύπαιθρο επειδή δεν υπάρχει τίποτα διαθέσιμο για να χρησιμοποιήσουν ως σκηνή, ή ακόμη και αν έχουν σκηνή δεν υπάρχει πουθενά να την τοποθετήσουν λόγω του συνωστισμού. Τα λύματα ξεχειλίζουν στους δρόμους και ανάμεσα στις σκηνές, επειδή δεν υπάρχει πουθενά αλλού να πάνε», γράφει αρχικά η Εμάν Μοχάμεντ για λογαριασμό του Guardian.
«Η έλλειψη υγιεινής προκαλεί ασθένειες»
«Η έλλειψη υγιεινής προκαλεί ασθένειες και το νερό είναι μολυσμένο. Τα κουνούπια και τα έντομα τρέφονται από τους ζωντανούς, προκαλώντας δερματικά προβλήματα και εξαπλώνοντας περισσότερες μολύνσεις. Διεξάγουμε έναν αόρατο πόλεμο κατά των ασθενειών, των λοιμώξεων και της πείνας.
Ακόμα και με αυτές τις συνθήκες, περιμένουμε την άφιξη ακόμα περισσότερων ανθρώπων από τη Ράφα, ελπίζοντας ότι θα μπορέσουν να μεταφερθούν για να εκκενώσουν- αλλά πολλές οικογένειες παραμένουν παγιδευμένες.
Το κόστος διαφυγής είναι τόσο υψηλό, καθώς τα μεταφορικά μέσα είναι περιορισμένα και οι περισσότεροι άρρωστοι, πεινασμένοι και τραυματίες δεν μπορούν να ταξιδέψουν καθόλου. Απλά κάθονται στα σπίτια ή τις σκηνές τους και περιμένουν τη μοίρα τους – χωρίς να ξέρουν αν θα είναι μια ισραηλινή βόμβα ή μια σφαίρα.
Η έλλειψη φαρμάκων και θεραπείας είναι ένα από τα πιο δύσκολα πράγματα που πρέπει να αντέξουν. Η έγκυος αδελφή μου χρειάστηκε να γεννήσει με καισαρική τομή χωρίς αναισθησία και ένιωθε κάθε τομή που έκαναν στο σώμα της. Ο αδελφός μου προσβλήθηκε από ηπατίτιδα λόγω μόλυνσης.
Μπορούμε μόνο να μαντέψουμε την αιτία, αλλά πιθανότατα οφείλεται στις ανθυγιεινές συνθήκες στις οποίες ζούμε. Ακόμη και κοινές παθήσεις όπως ο διαβήτης ή τα αναπνευστικά προβλήματα, που έχουν οι γονείς μου, προκαλούν περιττό πόνο και θα μπορούσαν να αποβούν μοιραίες χωρίς θεραπεία», προσθέτει.
«Εννέα από τις μαθήτριές μου έχουν σκοτωθεί»
«Είμαι καθηγήτρια μαθηματικών σε νεαρά κορίτσια ηλικίας 11 έως 16 ετών και αυτό είναι το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα που έχω μείνει ποτέ χωρίς διδασκαλία. Παλαιότερα, το φλογερό πάθος των μαθητριών μου για τη ζωή μπορούσε να με κάνει να ξεχάσω τις τραγωδίες που ζούμε στη Γάζα και με ώθησαν να γίνω καλύτερος άνθρωπος.
Εννέα από τις αγαπημένες μου μαθήτριες έχουν σκοτωθεί στην εξελισσόμενη γενοκτονία του Ισραήλ, η καθεμία από αυτές ήταν ένα ταλαντούχο και ευγενικό κορίτσι που τώρα δεν θα μπορέσει ποτέ να ακολουθήσει τα όνειρά του. Πενθώ για κάθε παιδί σαν να ήταν η οικογένειά μου.
«Φεύγουμε συχνά στη μέση της νύχτας χωρίς να έχουμε που να πάμε»
«Το ατελείωτο βουητό των μη επανδρωμένων αεροσκαφών πάνω από τα κεφάλια μας και ο φόβος που με παραλύει ότι πρέπει να βγω έξω είναι συνεχώς στο μυαλό μου από τότε που η θεία μου και ο θείος μου σκοτώθηκαν, ενώ βρίσκονταν σε ένα σπίτι που βομβαρδίστηκε.
Αυτές οι αδιανόητες τραγωδίες έχουν γίνει η πραγματικότητά μας και εύχομαι να μπορούσα να κλειστώ μέσα και να είμαι ασφαλής, αλλά πουθενά δεν είναι ασφαλές.
Κάθε μέρα γίνεται θολή. Οι ζωές μας έχουν σταματήσει, χάσαμε τις δουλειές μας και η επιδίωξή μας για ανάπτυξη και επιτεύγματα πάγωσε. Τώρα περνάω τις μέρες μου με την οικογένειά μου προσπαθώντας να εξοικονομήσω νερό και να ετοιμάσω το ελάχιστο φαγητό που έχουμε σε μια φωτιά με ξύλα. Τη νύχτα ξυπνάμε δεκάδες φορές από τους ήχους των συνεχών εκρήξεων και η ξεκούραση είναι πολυτέλεια.
Έπειτα υπάρχουν οι περιστασιακές προειδοποιήσεις που λαμβάνουμε από τον ισραηλινό στρατό για να εκκενώσουμε αμέσως το σπίτι. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να φύγουμε, συχνά στη μέση της νύχτας, χωρίς να έχουμε πού να πάμε, αλλάζοντας τοποθεσία δύο, μερικές φορές τρεις φορές, μόνο και μόνο για να επιστρέψουμε νωρίς το πρωί αφού οι βομβαρδισμοί έχουν τελειώσει. Στη συνέχεια, όλα επαναλαμβάνονται την επόμενη μέρα. Έχω αρχίσει να ξεχνάω πώς ένας άνθρωπος κοιμάται άνετα με κλειστά μάτια», γράφει ακόμα.
«Δεν μπορώ πια ούτε να κοιταχτώ στον καθρέφτη»
«Δεν μπορώ πια ούτε να κοιταχτώ στον καθρέφτη γιατί φοβάμαι να δω το πρόσωπό μου. Βλέποντας τα σημάδια του ψυχολογικού πολέμου στον εαυτό μου είναι μια έντονη υπενθύμιση ότι αυτό είναι αληθινό και πως ο φόρος στην ψυχή και την ψυχική σου υγεία φαίνεται στο σώμα σου. Βλέποντας τους μαύρους κύκλους μου, την τριχόπτωση σε ολόκληρες τούφες, το δέρμα με τα στίγματα ακμής από το άγχος. Συγκρίνω τον εαυτό μου με άλλους που έχουν χάσει πολύ περισσότερα και ντρέπομαι. Αλλά βιώνουμε συλλογικά αυτό το μαρτύριο.
Οι άνθρωποι στη Γάζα έχουν υπομείνει ατελείωτους κύκλους ελπίδας και απελπισίας και οι καρδιές μας βαραίνουν από τον συνεχή εκτοπισμό και την απώλεια. Τα δάκρυα μοιάζουν με πολυτέλεια που δεν μπορούμε να αντέξουμε οικονομικά, και η αίσθηση της αδυναμίας είναι συντριπτική καθώς παλεύουμε να επιβιώσουμε σε έναν κόσμο που μοιάζει αδιάφορος για τα βάσανά μας.
Ωστόσο, μέσα στις δυσκολίες, υπάρχει ανθεκτικότητα. Είμαστε προσκολλημένοι στην ελπίδα, γνωρίζοντας ότι κάθε μέρα μας φέρνει ένα βήμα πιο κοντά στην ανακούφιση και την κατάπαυση του πυρός, ακόμη και όταν οι πόλεις μας καταρρέουν γύρω μας», καταλήγει το συγκλονιστικό της κείμενο η Εμάν Μοχάμεντ.