Πρόσφατα μπήκα σε ένα δωμάτιο κατάμεστο με κόσμο. Αμέσως αισθάνθηκα την ατμόσφαιρα ηλεκτρισμένη, όπως λέμε, με κάτι υπέροχο: χαμόγελα, αγκαλιές, βιβλία και χειρόγραφα που πηγαινοέρχονταν από χέρι σε χέρι, πηγαδάκια και συζητήσεις – συζητήσεις που μάντευα, από τη συγκέντρωση στα βλέμματα, συναρπαστικές. Θέλησα να κολυμπήσω κι εγώ σ’ αυτήν τη λίμνη ζωτικότητας κι έτσι έπιασα κι εγώ την κουβέντα, και γρήγορα κατάλαβα τι είδους σπίθες πετάριζαν ολόγυρά μου: άνθρωποι αντάλλασσαν με πάθος τις γνώσεις τους. Ακουγαν λαίμαργα, με ματιές ολόλαμπρες από ενδιαφέρον, και μιλούσαν χειρονομώντας ανυπόμονα για όσα ήθελαν να προλάβουν να πουν, και να ακούσουν, και να ξαναπούν.
Ο κόσμος μας είναι ένα πολύ ενδιαφέρον μέρος, σκέφτηκα. Το ξεχνάω, και πρέπει να το θυμάμαι. Η ζωή έχει ακόμα τόσα για να μας ταρακουνάει συθέμελα και δεν είναι όλα δυσοίωνα και τρομακτικά – κάποια είναι ευεργετικά, σαν μικρά χάπια ευτυχίας. Τι σπουδαίοι άνθρωποι είναι όλοι αυτοί, σκέφτηκα, τόσο ανάλαφροι αν και φορτωμένοι διπλώματα, τόσο κεφάτοι αν και κάτοχοι σπουδαίων θέσεων, υπεύθυνοι οργανισμών, μουσείων, αρχείων, συλλογών, οργανώσεων, ολοζώντανοι αν και βρίσκονται πια σ’ αυτήν την περίφημη «τρίτη ηλικία» (που επόμενή της, αν έχω καταλάβει καλά, δεν υπάρχει). Πόσο ανατρεπτικές οι ιδέες που χοροπηδούσαν ανάμεσά τους, πόσο νεανικός ο ενθουσιασμός και φρέσκος ο τρόπος σκέψης τους. Και μετά συνειδητοποίησα πως «όλοι» ήσαν γυναίκες.
Ας το πω. Ισως επειδή μου λείπει κάποιος βασικός αισθητήρας, συνήθως λέω «άνθρωποι» γιατί μόνο αυτό βλέπω. Ισως επειδή γεννήθηκα τυχερή, αφού ζω σε μεγάλη ευρωπαϊκή πόλη, αισθανόμουν ότι τις περισσότερες φορές οι δυσκολίες, τα εμπόδια, οι κόποι, οι ανταμοιβές και οι τιμωρίες που μου έλαχαν δεν πήγαζαν από, ούτε αντανακλούσαν πάνω στο φύλο μου. Λέω «άνθρωποι», γιατί μόνον αυτό βλέπω: αδικίες, στόχοι και ελπίδες, διακρίσεις και ομοιότητες, όλα ανθρώπινα. Και σ’ εκείνο το κατάμεστο δωμάτιο, μόνον υπέροχους ανθρώπους έβλεπα – ώσπου κοντοστάθηκα. Για στάσου, σκέφτηκα, δεν είναι έτσι απλό.
Οι «μεγάλες» γυναίκες (ας γίνω βάναυσα συγκεκριμένη: οι μετά την έκτη και έβδομη δεκαετία της ζωής τους) υπήρξαν διαχρονικά αόρατες. Ως αντικείμενα (μητρότητα, σεξ, μόδα) και ως υποκείμενα: δεν πουλούσαν, δεν αγόραζαν. Οι εταιρείες καλλυντικών δεν είχαν πια τίποτα να τους προσφέρουν, οι διαφημίσεις και το εμπόριο δεν ασχολούνταν πια μαζί τους, παρά ίσως προτείνοντας φάρμακα, διακριτικές μασέλες και πάνες ακράτειας. Ομως αυτό τώρα άλλαξε, και όχι επειδή το παγκόσμιο μάρκετινγκ βασανίστηκε αίφνης από ενοχές· άλλαξε επειδή οι γυναίκες που είναι σήμερα 60-70+ πραγματοποίησαν μπροστά στα μάτια μας τη μεγαλύτερη αθόρυβη επανάσταση της εποχής μας. Είναι τα κορίτσια που πήραν το χάπι, έκαναν ελεύθερο και απαλλαγμένο από απειλές κολάσεως σεξ, τσακώθηκαν με τους γονείς τους, τσακώθηκαν με τους άντρες τους, γκρέμισαν και ξανάχτισαν τις ζωές τους, μορφώθηκαν, δούλεψαν κι αρίστευσαν. Προς όφελος όλων μας: γιατί αν οι χαρές μιας ζωής πιο ελεύθερης ήταν κυρίως δικές τους, τα πεδία γνώσης που κατάκτησαν και εμπλούτισαν με τη διαφορετική ματιά τους ήταν για όλους μας. Και είναι ακόμα, κάθε μέρα.
Οι αλλαγές έχουν στ’ αλήθεια πραγματοποιηθεί όταν δεν υπάρχει πια λόγος να τις συζητάς. Χωρίς βρόντο και κρότο, τα κορίτσια των 60s, εκείνα τα κορίτσια του Μάη και των λουλουδιών, τα έκαναν τελικά όλα: έγιναν σπασικλάκια και αριστούχοι, έγιναν μητέρες και σύζυγοι κι ερωμένες και πρώην και single, έγιναν διεκδικήσεις κι εξεγέρσεις και παιδικές χαρές και οικογενειακά γεύματα. Και παράλληλα έκατσαν σε κάποιο γραφείο, κι εκεί έχτισαν συμμαχικές κυψέλες με τα ανοξείδωτα υλικά της σκληρής, σκληρής δουλειάς τους. Αθόρυβα, πεισματικά, εκείνες οι αόρατες για τις οποίες σήμερα δεν συζητάμε άλλαξαν τον κόσμο μας.
Και το γλέντησαν κιόλας: αν κοιτάξουμε κάτω από τα αμετακίνητα μαλλιά κομμωτηρίου και πίσω από τους πολυεστιακούς φακούς των σημερινών γιαγιάδων, θα αιφνιδιαστούμε από βλέμματα νεανικά, πονηρά, ανθεκτικά, δοκιμασμένα, έτοιμα ακόμα να μάθουν και να μας πουν πολλά. Πολλά, αλλά όχι κι όλα. Γιατί δεν θέλουν και να μας σκανδαλίσουν.