Επειδή οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους, να ξεκινήσω με την παραδοχή ότι δεν έχω παρακολουθήσει τον διαγωνισμό της Eurovision εδώ και πολλές δεκαετίες – δεν τολμώ να σκεφτώ πόσες, κοντεύει μισός αιώνας. Ακόμη και στην εφηβεία μου, όμως, τότε που η τηλεόραση ήταν το μοναδικό παράθυρο στον κόσμο, πρέπει να πω ότι δεν μου άρεσε ο διαγωνισμός, ίσως επειδή από νωρίς είχα εκτεθεί στη βλαβερή επιρροή των Beatles και των Rolling Stones. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν θα είχα τη διάθεση να παρακολουθήσω τον διαγωνισμό, απλώς δεν έχει βρεθεί ακόμη ο καλός άνθρωπος που θα ήταν πρόθυμος να καταβάλει τη συμβολική αμοιβή που ζητώ, προκειμένου να κάνω τη θυσία και να υποστώ το παρατεταμένο πολιτισμικό μαρτύριο της Eurovision.
Παρεμπιπτόντως – να το σημειώσω, επειδή ποτέ δεν ξέρεις – δεν ζητώ πολλά. Οπως είπα, έχω ορίσει την αμοιβή σε επίπεδο συμβολικό, με σκοπό την κάλυψη των στοιχειωδών αναγκών μου για να φέρω εις πέρας ένα τόσο απαιτητικό έργο. Για τον τελικό, συγκεκριμένα, θέλω 20.000 (ευρώ φυσικά), αν όμως ο πελάτης θέλει να παρακολουθήσω και τον ημιτελικό, κάνω έκπτωση και η τιμή κατεβαίνει στις 30.000. Για τυχόν μερακλήδες, που θα ήθελαν να παρακολουθήσω όλη τη διαδικασία καταλεπτώς και μετά να γράψω και μία εις βάθος ανάλυση των 5.000 λέξεων, με 100.000 καλύπτομαι. Καταλαβαίνετε λοιπόν γιατί μου κάνει εντύπωση που η προσφορά μου δεν έχει βρει ανταπόκριση, όταν οι τιμές μου είναι τόσο λογικές…
Παρ’ όλ’ αυτά, έχω άποψη για τη Eurovision! Τι δημοσιογράφος θα ήμουν διαφορετικά; Το λέω σοβαρά, παρά τον αυτοσαρκασμό, διότι η Eurovision δεν είναι κάτι πιο βαθύ ή πιο σύνθετο από αυτό που παρουσιάζουν τα ΜΜΕ με την επιφανειακή κάλυψη που παρέχουν. Είναι αυτό το σαχλό και ενίοτε καραγκιοζίστικο μουσικοχορευτικό πανηγύρι, που αφορά καλλιτέχνες, οι οποίοι ποτέ δεν θα μπορέσουν να περάσουν τα σύνορα της χώρας τους. Αν εξαιρέσουμε τους Σουηδούς Abba, κανείς άλλος δεν έκανε διεθνή καριέρα επειδή κέρδισε στη Eurovision. Οι νικητές, κατά κανόνα, επιστρέφουν στη μουσική αγορά της χώρας τους και σπανίως ακούγεται κάτι γι’ αυτούς έξω από τα σύνορα της πατρίδας τους. Δεν είναι συμπτωματικό ότι τις περασμένες δεκαετίες ο θεσμός απέκτησε μεγάλη δημοτικότητα στις πρώην κομμουνιστικές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, δηλαδή στην καθυστερημένη (τότε) περιφέρεια της Ευρώπης. Μουσικά, δηλαδή, η Eurovision είναι ένας διαγωνισμός φολκλορικής ποπ, με χαρακτήρα γυμναστικών επιδείξεων, λόγω του δυναμισμού των χορευτικών.
Σήμερα, με τα δεδομένα της εποχής μας, αυτός ο διαγωνισμός δεν θα είχε κανέναν λόγο να ξεκινήσει ως ευρωπαϊκός θεσμός. Υπάρχει χάρη στην κεκτημένη ταχύτητα που του δίνει ο χρόνος και μόνο γι’ αυτό. Υπάρχει και μάλιστα εξελίσσεται, καθώς τα τελευταία χρόνια έχει αποκτήσει έναν έντονα χαρωπό χαρακτήρα και έχει αναδειχθεί σε πεδίον δόξης της γνωστής μειονότητας. Τείνει να μεταμορφωθεί, δηλαδή, σε μια «gay extravaganza» – ελληνιστί, χαρωπή φαντασμαγορία. Πειράζει; Εμένα καθόλου! Διαπιστώνω όμως ότι αντιδράσεις υπάρχουν και είναι πραγματικές, έστω και αν αυτοί που τις εκφράζουν προκαλούν δυσανάλογα υπερβολικό θόρυβο. Συνεπώς, ο θεσμός βρίσκεται σε ένα σταυροδρόμι της εξέλιξής του. Δεν θα έπρεπε να τον βοηθήσουμε να πάρει τη σωστή κατεύθυνση;
Προτείνω, λοιπόν, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή να υιοθετήσει επισήμως τον θεσμό και να τον εντάξει στο ετήσιο gay parade (χαρωπή παρέλαση) του Ιουλίου. Να γίνει η Eurovision η κορωνίδα του Πανευρωπαϊκής Χαρωπής Παρέλασης και, συγχρόνως, η ανώτατη καλλιτεχνική της έκφραση! Ιδού εθνικός στόχος για εμάς τους Ελληνες. Αν συνέβαινε αυτό, θα ήταν προς το συμφέρον της χώρας μας, διότι μακροπρόθεσμα θα μας επέτρεπε να προωθήσουμε ως εθνικό αίτημα τη μόνιμη τέλεση του θεσμού στη Μύκονο! Το κόσμημα αυτό του Αιγαίου όχι μόνο διαθέτει τις υποδομές για μια τέτοια διοργάνωση, αλλά είναι επίσης, ιστορικά, η πρωτεύουσα του κινήματος.