Η Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC) ιδρύθηκε από τον ΟΗΕ το 1988 – ήδη από τότε εκφράζονταν ανησυχίες πως η υπερθέρμανση του πλανήτη θα μπορούσε να αποδειχθεί «καταστροφική για την ανθρωπότητα αν δεν ληφθούν έγκαιρα μέτρα σε όλα τα επίπεδα». Εκτοτε, συντονίζοντας επιστήμονες από όλο τον κόσμο, η Επιτροπή έχει δημοσιεύσει συνολικά έξι εκθέσεις σχετικά με τις κλιματικές αλλαγές που παρατηρούνται και τις πιθανές επιπτώσεις τους, η μία πιο ζοφερή από την άλλη. Πρόσφατα, η Guardian προσέγγισε εκατοντάδες από αυτούς τους επιστήμονες, τους ρώτησε τι προβλέπουν για το μέλλον, πώς νιώθουν που οι προειδοποιήσεις τους δεν εισακούονται. Οπως έγραψαν ήδη την περασμένη εβδομάδα «ΤΑ ΝΕΑ», σχεδόν οκτώ στους 10, ένα 77%, πιστεύουν πως η παγκόσμια θερμοκρασία θα αυξηθεί κατά τουλάχιστον 2,5 βαθμούς Κελσίου, σχεδόν ένας στους δύο, ένα 42%, πιστεύει πως θα αυξηθεί κατά τουλάχιστον 3 βαθμούς Κελσίου και μόλις το 6% θεωρεί ότι θα επιτευχθεί ο στόχος του περιορισμού της υπερθέρμανσης του πλανήτη στον 1,5 °C.
Περιέργως πώς, ωστόσο, δεν είναι αυτό το πιο σοκαριστικό. Το πιο σοκαριστικό είναι η απελπισία που νιώθουν, κατά δήλωσή τους, οι άνθρωποι αυτοί. Απελπισία που τους κάνει ενίοτε να θέλουν να τα παρατήσουν, που τους βυθίζει κάποιες φορές ακόμα και στην κατάθλιψη, ή τους ωθεί στην απόφαση να μη φέρουν παιδιά σε αυτόν τον κόσμο.
«Οι επιστήμονες είναι άνθρωποι: είμαστε κι εμείς άνθρωποι που ζούμε σε αυτή τη Γη, που βιώνουμε τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, που έχουμε παιδιά, και που ανησυχούμε για το μέλλον», θυμίζει το προφανές η Λίζα Σίπερ, από το πανεπιστήμιο της Βόννης. «Εμείς κάναμε τη δουλειά μας, φτιάξαμε μία πραγματικά πολύ καλή έκθεση και – ουάου – δεν άλλαξε τίποτα στις πολιτικές. Είναι πολύ δύσκολο να το βλέπεις αυτό, κάθε φορά», προσθέτει. Τόσο που, πριν από καμιά δεκαπενταριά χρόνια, η γαλλίδα κλιματολόγος Καμίγ Παρμεζάν, από το CNRS, σκέφτηκε να αλλάξει επαγγελματικό προσανατολισμό. «Είχα αφιερώσει την ερευνητική ζωή μου στην επιστήμη του κλίματος, και αυτό δεν είχε κάνει την παραμικρή διαφορά», λέει. «Αρχισα να σκέφτομαι, ε λοιπόν, μου αρέσει πολύ το τραγούδι, ίσως πρέπει να γίνω καλύτερα τραγουδίστρια σε νάιτ κλαμπ». Δεν το έκανε.
Εκείνο που την ενέπνευσε να συνεχίσει ήταν η αφοσίωση την οποία είδε στους νεαρούς ακτιβιστές σε εκείνη την ταραγμένη σύνοδο του ΟΗΕ για το κλίμα που πραγματοποιήθηκε στην Κοπεγχάγη το 2009. Αλλά η απόγνωση επέστρεψε. Ολοι οι επιστήμονες με τους οποίους συνεργάστηκε η Παρμεζάν στην πιο πρόσφατη έκθεση της IPCC για το κλίμα ένιωθαν το ίδιο, όλοι αναρωτιούνταν: «Επιτέλους, τι άλλο πρέπει να κάνουμε για να συνειδητοποιήσει ο κόσμος πόσο άσχημα είναι τα πράγματα;». «Φοβάμαι πολύ – δεν βλέπω πώς θα καταφέρουμε να βγούμε από αυτό το χάος», επιβεβαίωσε ο Τιμ Μπέντον, ένας βρετανός ειδικός στην επισιτιστική ασφάλεια. «Εχω τακτικά στιγμές απόγνωσης και ενοχής που δεν κατάφερα να κάνω τα πράγματα να αλλάξουν πιο γρήγορα, και τα συναισθήματα αυτά έγιναν ακόμη πιο έντονα από τότε που έγινα πατέρας», προσυπέγραψε ο Ανρί Βαϊσμάν, από το γαλλικό ινστιτούτο IDDRI.
Σκεφτείτε τώρα να είσαι η Λίζα Σίπερ ή ο Ανρί Βαϊσμάν, ένας από τους καλύτερα ενημερωμένους ανθρώπους στον πλανήτη σε θέματα κλιματικής αλλαγής, και να διαβάζεις τη νέα, 15η κατά σειρά έκθεση «Banking on climate chaos», που λέει ότι από το 2016 μέχρι σήμερα, από τότε δηλαδή που υπογράφηκε η συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα, οι μεγάλες τράπεζες του κόσμου (η αμερικανική JP Morgan Chase, πρώτα και κύρια, αλλά και η Bank of America, και η ιαπωνική Mizuho και η αγγλική Barclays και η ισπανική Santander και η γερμανική Deutsche Bank και άλλες), έχουν χρηματοδοτήσει τη βιομηχανία των ορυκτών καυσίμων με σχεδόν επτά τρισεκατομμύρια δολάρια, και ότι μόνο πέρυσι τη χρηματοδότησαν με 705 δισεκατομμύρια δολάρια.
Εκπληξη δεν είναι: έξι στους δέκα επιστήμονες της IPCC δήλωναν ήδη πεπεισμένοι πως για την αργή και ανεπαρκή απάντηση του κόσμου στον κολοσσιαίο κίνδυνο που αντιμετωπίζει φταίνε τα επιχειρηματικά συμφέροντα – όπως βέβαια, για αυτό δήλωσαν σίγουροι τρεις στους τέσσερις ειδικούς, και η έλλειψη πολιτικής βούλησης. Δεν προκαλεί λοιπόν έκπληξη η έκθεση για τη «χρηματοδότηση του κλιματικού χάους», μόνο θλίψη.
Ειδικοί εμείς δεν είμαστε, η στάση του περισσότερου κόσμου, ωστόσο, απέναντι στην κλιματική κρίση παραπέμπει λίγο σε άρνηση, λίγο σε παραίτηση και λίγο σε ζαμανφουτισμό. Οι νέοι είναι, αναμφίβολα, πιο ευαισθητοποιημένοι, άλλωστε το δικό τους μέλλον και το μέλλον των παιδιών τους διακυβεύεται, αλλά οι διαμαρτυρίες τους αντιμετωπίζονται στην καλύτερη περίπτωση συγκαταβατικά, ως «οι-γνωστές-νεανικές-εξεγέρσεις», στη χειρότερη ως γραφικές. Ο κόσμος είναι κουρασμένος από την καθημερινότητά του, ακούει συνέχεια για πολέμους και κρίσεις, δεν θέλει να ακούει και καταστροφολογικά σενάρια για (επιπλέον) λιμούς, μαζική μετανάστευση και συρράξεις εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής. Τι μας έπιασε τώρα και εμάς και ξαναπιάσαμε αυτό το θέμα; Μήπως θα βαρύνει στην ψήφο του οποιουδήποτε στις ευρωεκλογές;