Είμαστε τρεις εβδομάδες και κάτι ψιλά πριν από τις ευρωεκλογές. Οι οποίες, όπως μας λένε τα κόμματα, είναι κρίσιμες και καθοριστικές και με πιθανότητες να πυροδοτήσουν εξελίξεις και αλλαγές στο πολιτικό σκηνικό και δεν πρέπει να απέχουμε και να ψηφίσουμε σαν να ήταν εθνικές, ενώ ήδη τα πρώτα πολιτικά σποτ έχουν αρχίσει να προβάλλονται στην τηλεόραση. Αντίδραση, συμμετοχή και ενδιαφέρον του κοινού; Πέρα βρέχει. Πολύ, μα πολύ περισσότερο φαίνεται να μας αφορά ακόμη η Γιουροβίζιον. Πού να οφείλεται άραγε; Οτι η φετινή Γιουροβίζιον έχει, πλέον, πάρει πολιτικές, πολιτιστικές και πολιτισμικές διαστάσεις, ότι μέχρι και το Μαξίμου γκρίντζαρε με τα χασμουρητά της Σάττι, τα οικονομικά της συμμετοχής μας έγιναν φύλλο και φτερό και ο Μαργαρίτης Σχοινάς τα πήρε στο κρανίο με την ΕBU που απαγόρευσε τη σημαία της Ευρωπαϊκής Ενωσης; Ή ότι με τον εισοδισμό Κασσελάκη στην πολιτική και με αυτό που αποφασίσαμε να ονομάσουμε «μεταπολιτική» για να δώσουμε ή, μάλλον, να αλλάξουμε ταυτότητα στο «πανηγύρι» οι ευρωεκλογές τείνουν να μοιάζουν όλο και περισσότερο με σόου; Εκ των καλυτέρων μάλιστα, με τη συμμετοχή ηθοποιών, παρουσιαστών – δεν ξέρω μήπως και στα ψηφοδέλτια είναι «κρυμμένοι» χορευτές και ζογκλέρ.
Είναι γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια είναι της μόδας (και χρησιμοποιώ απολύτως συνειδητά τον όρο «μόδα») ένα είδος απολύτως ασυνείδητης και εντελώς με όρους λάιφσταϊλ πολιτικοποίησης – και το φαινόμενο δεν είναι μόνο ελληνικό. Η φλου αρτιστίκ «αριστεροσύνη» (δεν μιλάω για Αριστερά) και η κουλτούρα της καταγγελίας και της διαμαρτυρίας έχουν υιοθετηθεί, από ένα τμήμα του κόσμου, με την ίδια ελαφρότητα που κάναμε μόδα τα παπούτσια πλατφόρμες. «Αγανακτισμένοι» και «αγανακτισμένες» που αν τους ρωτήσεις ποιος ακριβώς είναι ο λόγος της αγανάκτησής τους, θα πλημμυρίσουν τα αφτιά σου από κλισέ και στερεότυπα τα οποία έχουν εντελώς χαλαρούς δεσμούς με την πραγματικότητα, ειδικά δε με το «τώρα». Σε ένα τέτοιο κλίμα λοιπόν είναι από δύσκολο έως αδύνατον οι συμμετέχοντες σε μεγάλης εμβέλειας διοργανώσεις να μην «πάρουν θέση». Ακόμη και με εντελώς αφελείς τρόπους όπως τα χασμουρητά της Μαρίνας. Ζούμε σε μια εποχή που μια γκριμάτσα εκλαμβάνεται ως πολιτικό σχόλιο. Και δεν ξέρω τι είναι χειρότερο. Να την κάνεις γι’ αυτόν τον λόγο ή να την ερμηνεύεις με αυτόν τον τρόπο;
Από την άλλη, ο πρόεδρος Στέφανος έχει μετατρέψει το κόμμα του, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης να θυμίσω, σε one man’s show. Με έμφαση, και στο one man’s, και στο show. Ακούω ότι στο τροχόσπιτο που χρησιμοποιεί στην τουρνέ του (την προεκλογική εννοώ) υπάρχει μόνο η φωτογραφία του, ούτε καν το σήμα του κόμματος. Αλλά και έτσι ακριβώς να μην είναι, την αντίληψή του περί σχέσης προέδρου και κόμματος την έδειξε στην εκπομπή της Σίσσυς Χρηστίδου (νομίζω ότι μόνο στη Μενεγάκη δεν έχει πάει, αλλά μπορεί να κάνω και λάθος). Οταν πέταξε το μικρόφωνο (εμένα μου θύμισε κάτι παλιές Σταρ Ελλάς που πρώτα έπαιρναν μέρος στα καλλιστεία και μετά θυμούνταν ότι δεν τους άρεσε ο θεσμός και πέταγαν την κορδέλα) επειδή η παρουσιάστρια τον ρώτησε για την κριτική που του έκαναν μέλη του κόμματος. Με τούτα και μ’ εκείνα, θα πρότεινα να μετονομάσουμε τις ευρωεκλογές σε γιουροεκλογές μήπως και τσιμπήσουμε.
Περί αξιολόγησης και άλλων δαιμονίων
Είναι θέμα νοοτροπίας τελικά. Η αδάμαστη ελληνική ψυχή που δεν σηκώνει μύγα στο σπαθί της δεν ανέχεται την κριτική ακόμη και για «χοντρά», προφανή λάθη. Θα ανεχθεί την αξιολόγηση; (Την οποία να θυμίσω ότι ακόμη δεν έχουν δεχθεί οι δημόσιοι υπάλληλοι;)
Ο εκ των παρουσιαστών της Γιουροβίζιον Ζερόμ Καλούτα – που προκρίθηκε σε αυτήν τη θέση προφανώς επειδή παρουσίαζε μια ταξιδιωτική εκπομπή στην ΕΡΤ και αναρωτιέμαι ποιοι σκέφτηκαν ότι αφού κάνει, όχι με ιδιαίτερη επιτυχία, το ένα, μπορεί να κάνει και το άλλο – αυτοαξιολογήθηκε και αποφάσισε ότι τα έκανε όλα τέλεια. Μην πω (που θα το πω) ότι «την έπεσε», έστω και με κομψό τρόπο, σε αυτούς που επεσήμαναν τα χονδροειδή λάθη του. Ο Θανάσης Αλευράς, υποθέτω πιο έμπειρος, προτίμησε τη σιωπή και πολύ καλά έκανε.