Σαν να μην έφτανε που η Γιουροβίζιον με τον αξιοθρήνητο διαγωνισμό της κατακρεουργεί κάθε έννοια ευρωπαϊκού πολιτισμού ρίχνοντας κάθε χρόνο που περνάει τον πήχη σε όλο και πιο απρόσιτα βάθη, τώρα παράγει και… διεθνή πολιτική ενώ είναι, υποτίθεται, πολιτικά ουδέτερη. Πολιτική που ανταγωνίζεται σε φτήνια την «πολιτιστική» πολιτική της.
Δυστυχώς, η ελληνική συμμετοχή με τα διαβόητα πλέον χασμουρητά της τραγουδίστριας Σάττι, βρέθηκε στο επίκεντρο της υπόθεσης. Προφανώς η καλλιτέχνιδα είχε στο μυαλό της ότι εκπροσωπούσε τον εαυτό της, όχι τη χώρα που την έστειλε εκεί. Αυτό άλλωστε προκύπτει όχι μόνον από τα λίαν απαράδεκτα χασμουρητά της, που κάπως επιχείρησε να δικαιολογήσει εκ των υστέρων, μα όχι και τόσο πειστικά, αλλά και από το γεγονός ότι μέλη της ομάδας της δήλωσαν «Τούρκοι» ενώ βρέθηκαν εκεί, μαζί της, στο πλαίσιο της ελληνικής αποστολής!… Κάτι που σημαίνει ότι η ευθύνη γι’ αυτό αφορά την ίδια – αλλά φαίνεται ότι δεν κατάφερε να βρει άλλους να την πλαισιώσουν.
Αποτελεί δυσάρεστο έργο να ασχολείται κανείς με όλα αυτά. Και δεν μπορεί παρά να διεξάγεται βαρέως. Πολύ μεγαλύτερο όμως είναι δυστυχώς το κατάντημα να καταλαμβάνουν τέτοιου μεγέθους έκταση στην επικαιρότητα, ελληνική και μη. Και όχι απλώς επειδή η εν λόγω αοιδός δικαιολογήθηκε εκ των υστέρων (όπως και οι «Τούρκοι») δίνοντας την αυτοαπαξιωτική ερμηνεία ότι «χαζολογούσε». Αλλά το τι έκανε ή δεν έκανε, τέλος πάντων, πάει και πέρασε. Ουδείς θα το θυμάται πια σε λίγες ημέρες και ουδείς θα ασχοληθεί ποτέ ξανά με τα πεπραγμένα της ιδίας ή των, κατά δήλωσή τους, Τούρκων της εθνικής ελληνικής, ας μην το ξεχνάμε (και όχι ιδιωτικής) αποστολής – κάτι για το οποίο περισσότερο ακόμα και από τα χασμουρητά θα έπρεπε να απολογηθεί η ΕΡΤ.
Το πρόβλημα δεν είναι εκεί. Το πρόβλημα είναι στο πόσο χαμηλά έχει πέσει πια αυτός ο πήχης. Στο αν και τι πραγματικά εξυπηρετεί. Κυρίως, όμως, στο τι μπορεί να επιβάλλει πλέον δημόσια συζήτηση και να δημιουργήσει αντιπαράθεση γύρω από μεγάλα ζητήματα, τόσο φλέγοντα, τόσο επικίνδυνα, τόσο καθοριστικά. Γιατί αυτή η αντιπαράθεση πάνω σε τέτοιο σαθρό έδαφος δεν σημαίνει τίποτε άλλο, παρά το ότι όλο πια γίνεται σαθρό. Οτι χάνεται η σύνδεση με την ουσία, ότι το δράμα μετατρέπεται πλέον σε φάρσα, ή σε ριάλιτι, ή τέλος πάντων περίπου σε κάτι τέτοιο, όπως, φυσικά, και σε μία «τέχνη» απόλυτης φτήνιας: σε μουσική και λόγο που ούτε μουσική είναι ούτε λόγος, αλλά ξέφτια τους. Κάτι που ό,τι κι αν αντιπροσωπεύει ασφαλώς σε τίποτα δεν θυμίζει την Ευρώπη και τον πολιτισμό της.
Αυτό, όμως, όσο κι αν ακουστεί αντιφατικό, τελικά δεν είναι αναγκαστικά «κακό». Γιατί ναι μεν συνιστά μορφή ακραίας κατάπτωσης και εξίσου άγριας «καπηλείας» να χρησιμοποιείται το όνομα της Ευρώπης ως «σκηνή» αυτού του ήχου και του θεάματος, όμως, από την άλλη πλευρά, είναι και από εκείνες τις λίγες στιγμές που η αλήθεια έρχεται στο φως ολόκληρη και χωρίς περιορισμούς. Ακριβώς επειδή η τέχνη, ακόμα και σε αυτή τη θλιβερή εκδοχή της, παραμένει κάτι σπουδαίο που δεν πρέπει και δεν μπορεί ούτε να λογοκρίνεται, ούτε και να στοχοποιείται – και αυτό είναι ένα μοναδικό στοιχείο του μεγαλείου της. Και κεντρικό στοιχείο αυτής της σπουδαιότητάς της είναι ότι μπορεί να «πει» αλήθειες που αλλιώς δεν μπορούν να ειπωθούν.
Η «αλήθεια» λοιπόν αυτής της διοργάνωσης, των τραγουδιών, των σκηνικών, των συμπεριφορών και της υπερχειλίζουσας κενής περιεχομένου αυτοαναφορικής εγωπαθούς υστερίας της, είναι και η εξίσου κενή αλήθεια της σημερινής χαμένης Ευρώπης. Που όπως αυτά τα τραγούδια δεν έχουν καμία σχέση με την τέχνη που γεννήθηκε στη γη της, έτσι, δυστυχώς, όλο και περισσότερο, ως θεσμοποίηση, δεν έχει πλέον σταδιακά ούτε η ίδια. Ούτε και ο πολιτισμός που πια επικυριαρχεί σε αυτήν, μα ούτε και εκ Βρυξελλών ασκούμενη κεντρική δήθεν «κοινή ευρωπαϊκή» πολιτική της.