Πολλούς εργαζόμενους στον χώρο των εκδόσεων δεν γνωρίζω, έναν όμως τον γνωρίζω καλά και αυτός είναι ο Γιάννης Μαμάης, υπεύθυνος των εκδόσεων Gutenberg και ο άνθρωπος – κλειδί τους. Χωρίς να τον συγκρίνω με άλλους συναδέλφους του, θα πω ότι το μεράκι του Μαμάη για την ποιοτική έκδοση ενός βιβλίου δεν περιγράφεται με λέξεις. Είναι τόσο σχολαστικός, τόσο «μανιακός» με την παραμικρή λεπτομέρεια, που άθελά του μπορεί να γίνει… αγχωτικός. Πολλές φορές, όταν τον επισκέπτομαι στο γραφείο του στα Εξάρχεια, όπου βρίσκονται οι εκδόσεις Gutenberg, τον ακούω να μου αναλύει ξανά και ξανά το σκεπτικό του για τη σωστή στοιχειοθεσία, το σωστό εξώφυλλο, τη σωστή γραμματοσειρά, τις σωστές αποστάσεις, τα σωστά περιθώρια. Για τον Γιάννη Μαμάη, ένα βιβλίο, αν θέλει να σέβεται τον εαυτό του, οφείλει να είναι έργο τέχνης. Και εφόσον από την πλευρά του ο Μαμάης έτσι αντιμετωπίζει τα βιβλία του, μπορώ να πω ότι οι εκδόσεις Gutenberg παράγουν εκδοτικά έργα τέχνης.
Δεν μου κάνει λοιπόν καμία εντύπωση η εξαιρετικά μερακλίδικη ιδέα που κατάφερε να υλοποιήσει και θα παρουσιαστεί την Τετάρτη 5 Ιουνίου στο Ιδρυμα Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή: μια έκθεση για τους κολοφώνες ορισμένων από τα βιβλία των εκδόσεων Gutenberg, αφιερωμένη συγχρόνως στα 60 χρόνια λειτουργίας τους. Τίτλος της «Κολοφώνες – Η μνήμη της τελευταίας σελίδας». Διάρκειά της, ως την Πέμπτη 20 Ιουνίου.
Εκθεση για τους ποιους; θα αναρωτηθούν κάποιοι. Ναι, καλά διαβάσατε. Τους κολοφώνες.
Στη γλώσσα των εκδόσεων, κολοφώνας ονομάζεται η τελευταία σελίδα, όπου, για να χρησιμοποιήσω τα λόγια του ίδιου του Μαμάη, «ο αναγνώστης έρχεται σε επαφή με το “είδος” και την “καταγωγή” του βιβλίου, αλλά και επιβεβαιώνει ξανά πως πράγματι και το (απο)τύπωμα αυτό εντάσσεται στην κατηγορία των καθωσπρέπει έργων τέχνης». Με άλλα λόγια, ανατρέχοντας στον κολοφώνα θα βρει με κεφαλαία γράμματα και εν συντομία όλα τα στοιχεία της ιδιαίτερης ταυτότητάς του.
Εκτός από τον τίτλο του βιβλίου και το όνομα του συγγραφέα, ενδεχομένως και – όποτε υπάρχει – του μεταφραστή, τα στοιχεία που συμβάλλουν στην ιδιαίτερη ανάδειξή του είναι τα ονόματα των συνεργατών που επιμελήθηκαν, διόρθωσαν και σελιδοποίησαν το κείμενο, καθώς και άλλες πληροφορίες που φέρουν κατά κανόνα οι κολοφώνες όλων των καλών και «σοβαρών» βιβλίων: η επωνυμία του εκδοτικού οίκου, η χρονολογία έκδοσης, η επωνυμία του τυπογραφείου, τα τυπογραφικά στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν, το είδος και το βάρος σε γραμμάρια του χαρτιού όπου τυπώθηκε το κείμενο, η επωνυμία του βιβλιοδετείου, ο τρόπος βιβλιοδεσίας, ο αριθμός των τυπωμένων αντιτύπων (δηλαδή το τιράζ) και ενίοτε, κάτω από τον κολοφώνα, ο αύξων αριθμός στη σειρά των εκδόσεων του συγκεκριμένου εκδοτικού οίκου, μαζί με τον κωδικό που φέρει στον κατάλογό του.
Αν αναζητήσουμε τις ρίζες του, θα δούμε ότι ο κολοφώνας έχει μακρά ιστορία, η οποία μας μεταφέρει πίσω στα μέσα του 15ου αιώνα. Μάλιστα, ως πρόσφατα αποτελούσε αναπόσπαστο συστατικό στοιχείο του βιβλίου. Ο Γ. Μαμάης αναφέρει ότι παρά τη βραχύτητά του ο κολοφώνας είναι κάτι σαν τον ληξίαρχο ή ακόμα και τον βιογράφο της έκδοσης. Θα μπορούσαμε επίσης να τον χαρακτηρίσουμε ως αποθήκη όλων των πληροφοριών που προαναφέρθηκαν. Οι κολοφώνες τυπώνονταν σχηματίζοντας διάφορα εντυπωσιακά και θαυμαστά σχήματα (κλεψύδρες, ανεστραμμένα τρίγωνα κ.ά.), συνοδεύονταν συνήθως και από διάφορα εικαστικά στοιχεία, κάποιο γραμμικό σχέδιο, ένα χαρακτικό, μια ξυλογραφία. Στις περιπτώσεις αυτές, η όλη εικόνα του κολοφώνα, τυπωμένη μάλιστα με διχρωμίες ή τετραχρωμίες, ήταν ένα εικαστικό κατόρθωμα, ένα αληθινό και αυθεντικό έργο τέχνης· «πίνακας» αληθινός, με τη διπλή σημασία του όρου: «κατάλογος» δηλαδή και «ζωγραφικό έργο» ταυτόχρονα. Εχοντας επιτελέσει το έργο τους, οι δεξιοτέχνες δημιουργοί του βιβλίου εμφανίζονται συγκεντρωμένοι στον «οίκο» του για να σημάνουν το συνεργατικό συμβιωτικό πνεύμα, τον συλλογικό καλλιτέχνη που έφερε στον κόσμο ένα κόσμημα. Το βιβλίο τους.
«Στην περίεργη εποχή μας σπάνια βλέπουμε πια κολοφώνες στα βιβλία», λέει ο ρομαντικός Γ. Μαμάης. «Τα στοιχεία του έχουν μεταφερθεί στην έκτη σελίδα του βιβλίου, στη λεγόμενη “ταυτότητα”. Αυτή η αλλαγή έχει ως συνέπεια την αποψίλωση του περιεχομένου των λίγων κολοφώνων που συνεχίζουν να εκτυπώνονται, αραιά και πού, σε κάποια βιβλία».