Η πολυσυζητημένη χθεσινή συνάντηση κορυφής Μητσοτάκη – Ερντογάν στην Αγκυρα πήγε εμφανώς καλύτερα, πιο πέρα από τις χαμηλές προσδοκίες, κυρίως στο ήθος και στο ύφος της. Παρήγαγε αποτελέσματα – χωρίς να ακουμπήσουμε διαπραγματευτικώς ακόμη τα μεγάλα – που οδηγούν την προσέγγιση ένα βήμα πιο κάτω. Πρώτα απ’ όλα το κλίμα, η ατμόσφαιρα ήταν όπως φάνηκε φιλική και αυθεντική. Στις σχετικές δηλώσεις ειπώθηκαν αυτά που η κάθε πλευρά ήθελε να αναδείξει αλλά με κόσμιο διπλωματικό τρόπο.
Ισως το σημαντικότερο είναι το ό,τι τελικά δεν ειπώθηκε. Διαπιστώνεται (από τον Πρωθυπουργό) η ανάδειξη μιας κανονικότητας/εμπιστοσύνης στη διπλωματική ώσμωση μεταξύ των δύο κρατών. Διατυπώθηκαν βέβαια οι εκατέρωθεν θέσεις πάνω στα μεγάλα επίμαχα θέματα αλλά και η διάθεση να βρεθούν λύσεις στη βάση του διεθνούς δικαίου και με τις στρατηγικές και το περιεχόμενο που η κάθε πλευρά διακονεί. Ενώ προωθήθηκε μια δέσμη θεμάτων χαμηλής πολιτικής αλλά υψηλής διπλωματικής αξίας στο μέτρο που επιβεβαιώνουν τη δυναμική της προσέγγισης. Και βεβαίως είναι καλό που οι δύο ηγέτες αντάλλαξαν απόψεις πάνω στα μείζονα περιφερειακά ζητήματα, ιδιαίτερα καθώς οι δύο χώρες έχουν σε ορισμένα αποκλίνουσες θέσεις αλλά και πολλές συγκλίνουσες. Και είναι αξιοσημείωτο ότι η μόνη κάπως έντονη δημόσια διαφωνία που ανέκυψε μεταξύ Μητσοτάκη – Ερντογάν ήταν γύρω από την ταυτότητα της Χαμάς, αν και τελικά στο ευρύτερο ζήτημα του πολέμου της Γάζας υπήρξε συμφωνία απόψεων. Στις δηλώσεις του ο πρόεδρος Ερντογάν έκανε με ήπιο τρόπο αναφορές αν και στη σταθερή γραμμή του στη μειονότητα, τη Μονή της Χώρας και στο Κυπριακό, που απαντήθηκαν από τον Πρωθυπουργό.
Το γεγονός ότι στο δείπνο είχε κληθεί και συμμετείχε ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος με τη σοφή του σκέψη και τον ειρηνοποιητικό λόγο του ήταν ένα πρόσθετο δείγμα της καλής ατμόσφαιρας. Ιδιαίτερα μετά την άστοχη κίνηση της μετατροπής της ορθόδοξης Μονής της Χώρας σε τέμενος η παρουσία του Πατριάρχη πέρα από τον συμβολισμό της μπορεί να αναγνωσθεί και ως κίνηση αναγνώρισης του ρόλου και ακτινοβολίας του καθώς και ό,τι η Παναγιότητά του αντιπροσωπεύει. Συνοπτικά, εμφανίζεται διστακτική ωρίμανση συνθηκών για την επόμενη φάση της προσέγγισης – αντιμετώπισης της βαριάς ατζέντας.
Να λοιπόν που στη φάση αυτή «τέλος καλό όλα καλά» που λέγει και ο Σαίξπηρ. Και με τα όσα κακά συμβαίνουν στην ευρύτερη περιοχή μας, μόνο ένας βάρδος του αναστήματος του Σαίξπηρ θα μπορούσε να τα αποδώσει. Από το «πολύ κακό για το τίποτα» για τον Ε. Ράμα, το «η τρέλα πεθαίνει δύσκολα» για τη Β. Μακεδονία/VMRO μέχρι το «υπάρχει πάντοτε μια ευκαιρία στις ανθρώπινες υποθέσεις» για τα Ελληνοτουρκικά. Μια «ευκαιρία» που θα πρέπει να αξιοποιήσουμε. Γιατί εάν δεν το κάνουμε «μας παίρνει το κύμα». Η θετική έκβαση της συνάντησης της Αγκυρας διαψεύδει στο πεδίο με σκληρό τρόπο τη «φασαρία» που ξεσηκώθηκε, ιδιαίτερα αυτή από τη δημοκρατική αντιπολίτευση, γύρω από την επίσκεψη Μητσοτάκη (αλλά και αυτής του Εντι Ράμα).
Εάν κάθε φορά που η Τουρκία ή άλλος γείτονάς μας παρεκτρέπεται (αλλά χωρίς να αμφισβητεί Συνθήκες) αντιδρούσαμε με αυτή την ενστικτώδη, άγαρμπη φοβική συμπεριφορά της ματαίωσης της διπλωματικής επικοινωνίας, τότε το σίγουρο είναι ότι θα κερδίζαμε τη «μεγαλοπρεπή απομόνωση» και την «επιστροφή» μας από την Ευρώπη στα… Βαλκάνια (της παλαιάς εκδοχής) χωρίς να λύνουμε βεβαίως κανένα πρόβλημα. Είναι εμφανές ότι η δημοκρατική αντιπολίτευση έχει έλλειμμα (επεξεργασμένης) στρατηγικής για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Χρειάζεται να διαβάσει προσεκτικά τον μέγα Ελευθέριο Βενιζέλο (αλλά και ολίγον τον σύγχρονο… Βαγγέλη Βενιζέλο.
Ο καθηγητής Π.Κ. Ιωακειμίδης είναι πρώην πρεσβευτής – σύμβουλος του ΥΠΕΞ, μέλος της συμβουλευτικής επιτροπής του ΕΛΙΑΜΕΠ.