Υπάρχει ένα εξαιρετικά σοβαρό θέμα και είναι ευθύνη της σημερινής κυβέρνησης να το λύσει, καθώς ακουμπά τον δικό της πολιτικό κύκλο. Αφορά το πώς θα πορευτεί η χώρα μετά το 2026, όταν θα έχουν τελειώσει τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης και θα έχει περάσει η επίδραση της μεταπανδημικής ανάπτυξης.
Τη στιγμή, δηλαδή, που πολλοί ανησυχούν για το τι θα γίνει το 2032 όταν ξεπαγώνουν οι τόκοι σημαντικού μέρους του χρέους των Μνημονίων, η ελληνική οικονομία έχει να απαντήσει σε ένα βασικό ερώτημα πολύ πιο σύντομα. Σε ενάμιση χρόνο από τώρα λήγει η περίοδος αξιοποίησης του Ταμείου Ανάκαμψης. Τότε θα κάνουμε «ταμείο» πώς και πόσο παραγωγικά το αξιοποιήσαμε. Αλλά σε κάθε περίπτωση θα έχει τελειώσει η περίοδος των εκταμιεύσεων, που αυτή τη στιγμή συμβάλλει με το μεγαλύτερο μέρος της ανάπτυξης που καταγράφεται. Η οικονομία στο μεταξύ, καλώς ή κακώς έχει βασιστεί σε αυτά τα χρήματα για να πετυχαίνει υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης από την υπόλοιπη Ευρώπη. Χωρίς αυτά τα λεφτά και χωρίς εναλλακτικό σχέδιο, που τώρα να δουλεύεται, η χώρα κινδυνεύει να μείνει από «καύσιμα». Να επιβραδυνθεί η οικονομία της προς τη στασιμότητα, θα είναι σε αυτή την περίπτωση ο μεγαλύτερος κίνδυνος, καθώς σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει τώρα, όλα τα γνωστά παλιά και νέα μας προβλήματα θα φαίνονται πάλι τεράστια.
Προσώρας, τα τελευταία χρόνια, έχει μειωθεί η ανησυχία για το Ασφαλιστικό, την παραγωγικότητα, τη φοροδιαφυγή, την υπερβολική εξάρτηση από την κατανάλωση, ακόμα και για την ακρίβεια, καθώς τα εισοδήματα αυξάνονται με υψηλό ρυθμό. Αν δεν συνεχιστεί αυτή η ανάπτυξη, το μεγάλο ερώτημα είναι πώς θα αντιδράσει η οικονομία με όλα τα προβλήματα ξανά μεγεθυμένα; Αυτό είναι το θέμα και επ’ αυτού δεν φαίνεται να υπάρχει σχέδιο. Κανονικά θα έπρεπε να οργανώνεται ένας νέος γύρος δυναμικών οικονομικών μεταρρυθμίσεων, με συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα, για πρωτοβουλίες προσέλκυσης μιας νέας γενιάς ξένων επενδύσεων, ακόμα και για κίνητρα σε τομείς που θεωρούμε ότι μπορούμε να αντλήσουμε ισχυρή προστιθέμενη αξία.
Εμείς αντίθετα, φαίνεται σαν να βρισκόμαστε σε ύπνωση. Σαν να έχουμε πάρει το ίδιο «υπνωτικό χάπι» που οδήγησε στην αποχαύνωση της δεκαετίας του 2000, που είχε ως κορύφωση την καταστροφή του 2008 με την εκτίναξη των κρατικών δαπανών και οδήγησε δύο χρόνια μετά στη χρεοκοπία. Μόνη διαφορά, ότι για διάφορους λόγους, το δημοσιονομικό δείχνει να αποτελεί πλέον τη μικρότερη μορφή ανησυχίας. Εχει φροντίσει άλλωστε για αυτό τόσο η μεταμνημονιακή συμφωνία για το χρέος, όσο και το νέο πλαίσιο που θα ισχύσει σε πλήρη εφαρμογή από του χρόνου στην Ευρώπη. Τα υπόλοιπα ωστόσο χρειάζονται μια σπίθα για να γίνουν ξανά μεγάλα, προκαλώντας συστημική ζημιά στην ελληνική οικονομία. Το τι θα γίνει μετά το 2026, μετά το Ταμείο Ανάκαμψης, δεν είναι θέμα ούτε μικροπολιτικής, ούτε διαμάχης μεταξύ κομμάτων. Είναι θέμα που αυτή τη φορά πρέπει να το δουλέψουν και να προτείνουν λύσεις οι ειδικοί, με χαρακτήρα κρισιμότητας, με στόχο ό,τι αποφασιστεί να τεθεί σε εφαρμογή το ταχύτερο δυνατό.