Την τρίτη μέρα του συνεδρίου του Κύκλου Ιδεών για τα πενήντα χρόνια της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας, τρεις νέοι γεννημένοι τη δεκαετία του ’90, λίγα χρόνια πριν ή μετά τα τριάντα, κλήθηκαν χωρίς να αυτολογοκριθούν να πουν το πρώτο πράγμα που τους έρχεται στο μυαλό ακούγοντας τον όρο «Μεταπολίτευση». Η πρώτη είπε «ΠΑΣΟΚ», ο δεύτερος «προσδοκία» και η τρίτη «πάρτι». Τρεις νέοι, τρεις λέξεις, μια εποχή: αυτή είναι η αποτύπωση του καλύτερου μισού αιώνα της Ελλάδας από εκείνους που δεν έζησαν το κύμα (όπως το περιέγραψε λίγες ώρες αργότερα ο Διονύσης Σαββόπουλος) να φουσκώνει, αλλά να σκάει στον βράχο. Είναι μια ανάγνωση ελλιπής και υποκειμενική. Είναι όμως αυτή που θα μείνει στους επόμενους, σε εκείνους που δεν θυμούνται καμία πτυχή της ελληνικής καθημερινότητας πριν από την κρίση του 2010.
Στη σειρά, οι λέξεις είναι η ιστορία μιας χώρας που μόλις έχει βγει από επταετή δικτατορία και προσπαθεί να βρει τον δημοκρατικό βηματισμό της. Ενα κόμμα έρχεται και βάζει τελεία στα κατάλοιπα της προηγούμενης εποχής – εφαρμόζει κοινωνικές αλλαγές, κλείνει τους λογαριασμούς με το παρελθόν, επουλώνει τις βαθιές πληγές ανθρώπων που πέρασαν ο ένας απέναντι στον άλλο αρκετές δεκαετίες της ζωής τους, εμπεδώνει το νέο πολίτευμα δημιουργώντας την ασφάλεια ενός δημοκρατικού συστήματος στο οποίο όλοι μπορούν να συνυπάρχουν, ακόμα και σε θέσεις ευθύνης.
Η προσδοκία για μια καλύτερη καθημερινότητα είναι μάλλον αναπόφευκτη, ακόμα και σε περιόδους ακραίας πόλωσης: το άρμα της Ευρώπης, τα πακέτα Ντελόρ, ο εκσυγχρονισμός του κράτους, οι Αγώνες του 2004, το τελευταίο 40% πριν από τον γκρεμό. Μέχρι τότε, μέχρι το σημείο μηδέν, μιλάμε για ένα ρόλερ κόστερ γεγονότων, ένα πολιτικό πάρτι που τα είχε όλα: διάθεση να περάσουμε καλά και να κάνουμε πράγματα, φλερτ, πολύ στρας και ακόμα περισσότερο τρας, βαβούρα, πολλές «κουβέντες παραπάνω», εξαλλοσύνες, τοξικές ουσίες, τσακωμούς για τη διαχείριση της κάβας. «ΠΑΣΟΚ, προσδοκία, πάρτι»: δεν τα λέει όλα η τριπλέτα. Δεν αφηγείται πώς ένιωθαν τα νεαρά παιδιά που παρακολουθούσαν τη χώρα τους σε μια στιγμή, με ένα βήμα έξω από το αεροπλάνο, να γίνεται από χούντα δημοκρατία. Δεν αφήνει να ακουστούν τα χειροκροτήματα όσων στέκονταν στην προβλήτα για να υποδεχθούν τους εξόριστους. Δεν διορθώνει τα γαριασμένα από τη χρήση μαύρα ζιβάγκο. Δεν βάζει άνηθο στα ντολμαδάκια που άρεσαν στον Χαρίλαο Φλωράκη, δεν ακούει τον Σαββόπουλο να τραγουδάει υπέρ του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, δεν θυμίζει τι χρώμα είχαν τα δικαστικά «γουνάκια». Δεν ενισχύει την τηλεθέαση της ΕΡΤ στο τέταρτο συνέδριο του ΠΑΣΟΚ ούτε δυναμώνει της ένταση της ανυπομονησίας της Πρωτοχρονιάς του 2000. Δεν ουρλιάζει στο γκολ του Χαριστέα.
Στην πραγματικότητα, «ΠΑΣΟΚ, προσδοκία, πάρτι» είναι μόνο η κωδική ονομασία. Λίγο ειρωνική, λίγο νοσταλγική, μιας Ελλάδας που θα μπορούσε να ήταν κάπως και τελικά είναι κάπως αλλιώς – και, κυρίως, αφορά μόνο τα 2/3 αυτών των πενήντα ετών. Μέχρι τον Ιούλιο, υπάρχει μπόλικος χρόνος να μιλήσουμε για τα όσα συνέβησαν στο υπόλοιπο, για τα χρόνια μετά το Καστελλόριζο μέχρι και σήμερα, που (κι αυτά) ως «Μεταπολίτευση» λογίζονται. Για όσους βρίσκονται λίγο πριν ή λίγο μετά τα τριάντα και θυμούνται καλύτερα τις φωνές και τις φωτιές, τις κρεμάλες, τα Ζάππεια και τα δημοψηφίσματα, η ανάγκη να μπει τελεία και να πάμε παρακάτω είναι το ίδιο επιτακτική όσο ήταν το 1974. Με προσδοκία ναι, ίσως και με ένα καλό πάρτι – για το ΠΑΣΟΚ θα φανεί στην πορεία.