Το καλό κλίμα στη συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν δεν περιορίστηκε στο ρεπερτόριο της ορχήστρας που έπαιξε με κανονάκι και ούτι «Φραγκοσυριανή» και «Ολοι οι ρεμπέτες του ντουνιά». Αλλά ούτε και στη χαλαρή κοινωνική συζήτηση που είχαν οι δύο ηγέτες στο δείπνο για ποδόσφαιρο και άλλα θέματα. Το εισπράξαμε κι εμείς ως έλληνες δημοσιογράφοι με τη θετική αντιμετώπιση και την ελαστικότητα της πολύ καλά οργανωμένης φρουράς του προεδρικού μεγάρου. Οσοι ήταν παρόντες στις τελευταίες επισκέψεις ελλήνων αξιωματούχων στην Αγκυρα είδαν στο πρόσωπο αρμοδίων τη φιλική συμπεριφορά που εξέλιπε όλο το προηγούμενο τελευταίο διάστημα, αντικαθιστώντας την άκρως αμυντική στάση από την οποία διακατέχονταν.
Πολύ περισσότερο όμως την είδαμε διάχυτη και στον χθεσινό τουρκικό Τύπο με τους πηχυαίους θετικούς τίτλους, όπως αυτόν της «Χουριέτ» «Μία πολύ καλή μέρα στο Αιγαίο», ο οποίος δεν αποτελούσε την εξαίρεση. Παρά τη δημόσια διαφωνία για το μειονοτικό και τη Χαμάς.
Λίγο μετά το μεσημέρι όμως χθες ήρθε ο ίδιος ο Χακάν Φιντάν, με απάντηση που έδωσε σε εκπρόσωπο τουρκικού μέσου για το θέμα των θαλάσσιων πάρκων, να σπεύσει να επιβεβαιώσει δημόσια το ρεπορτάζ που είχαμε για την εξαιρετική χημεία και σχέση που έχουν με τον Γιώργο Γεραπετρίτη. Με τον έλληνα ομόλογό μου, είπε ο υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας, «συζητάμε πολύ άνετα πολλά θέματα που σχετίζονται με θέματα ασφάλειας, ιδιαίτερα το πρόβλημα του Αιγαίου και το πρόβλημα των μειονοτήτων. Πώς μπορούμε να λύσουμε τα τρέχοντα προβλήματα, πώς μπορούμε να προσεγγίσουμε τα χρόνια προβλήματα, τι μπορεί να γίνει για να αποτραπεί η αύξηση της τρέχουσας έντασης, αυτά δουλεύονται και υλοποιούνται τόσο στη βάση ιδεών όσο και στη βάση της εγκαθίδρυσης ενός μόνιμου συστήματος. Υπάρχουν μηχανισμοί συνεργασίας που έχουμε δημιουργήσει. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό και για τα δύο μέρη ότι ένας μηχανισμός για τη μείωση της έντασης λειτουργεί σήμερα».
Ουσιαστικά, ο τούρκος ΥΠΕΞ επιβεβαίωσε ότι υπάρχει ένας ανοιχτός δίαυλος για την αποφυγή παρεξηγήσεων και εντάσεων. Πολύ περισσότερο όμως, άκρως προσεκτικές και βήμα προς βήμα διεργασίες, χωρίς εκπτώσεις από τις εκατέρωθεν εθνικές θέσεις για να βρεθεί σε βάθος χρόνου κοινός τόπος για να ξεπεραστούν θέματα που φαντάζουν άλυτα. Κυρίως όσα σχετίζονται με την υφαλοκρηπίδα συνδέοντας με αυτά και το θέμα των θαλάσσιων πάρκων: «Από την άλλη πλευρά, καταγράψαμε επίσης τις επιφυλάξεις και τις σκέψεις μας σχετικά με τα θαλάσσια πάρκα. Τις εκφράσαμε. Είπαμε ότι από τη δική μας σκοπιά δεν πρόκειται για ένα αθώο περιβαλλοντικό σχέδιο. Οτι αν προχωρήσει, θα μπει σε θέματα που αφορούν την υφαλοκρηπίδα, η οποία είναι μια κόκκινη γραμμή που μας προβληματίζει, και ότι δεν θα το δεχτούμε. Υπήρξε επίσης κατανόηση επί της αρχής ότι δεν πρέπει να γίνονται εκατέρωθεν μονομερή βήματα χωρίς να επιλυθούν αυτά τα ζητήματα».
Η απάντηση του έλληνα υπουργού Εξωτερικών φαίνεται να αφήνει ανοικτό το ζήτημα – που εντάσσεται πλέον στα δύσκολα θέματα του ελληνοτουρκικού διαλόγου – μόνον ως προς το χρονοδιάγραμμα: «Τα θαλάσσια πάρκα θα γίνουν» ανέφερε ο Γιώργος Γεραπετρίτης (στην ΕΡΤ). «Τα θαλάσσια πάρκα είναι ουσιαστικά η επιτομή της προστασίας του θαλασσίου περιβάλλοντος, που είναι εξαιρετικά κρίσιμη για τη χώρα μας και για όλες τις μεσογειακές χώρες… Αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε στη φάση μελέτης για τον καθορισμό των τεχνικών περιβαλλοντικών κριτηρίων. Οταν ολοκληρωθούν αυτά, τότε τα πάρκα θα τοποθετηθούν στον χάρτη. Είναι ζητήματα τα οποία ανάγονται στην ελληνική κυριαρχία…».
Ο Φιντάν έκανε αναφορά και σε ένα θέμα που επίσης είναι άκρως σημαντικό για την Τουρκία. Για τη συνεργασία κατά της τρομοκρατίας. Συνεργασία που εξηγεί την παρουσία των διοικητών των εθνικών υπηρεσιών πληροφοριών, Καλίν και Δεμίρη, στη διευρυμένη σύνθεση. Εξέφρασε την ικανοποίηση της Αγκυρας σε ό,τι αφορά τη βελτίωση της συνεργασίας στη αντιμετώπιση των μελών της DHKP-C του ΡΚΚ και των γκιουλενιστών.
Πλέον βλέπουμε ότι και στην Αγκυρα η μεταστροφή είναι έκδηλη. Φαίνεται ότι με πυκνές συναντήσεις τα κλιμάκια των υπουργείων Εξωτερικών αλλά και Αμυνας στοχεύουν να μελετήσουν το πώς μπορεί να υλοποιηθούν οι εντολές που έλαβαν από Ερντογάν και Μητσοτάκη για να επιτευχθεί μέγιστη δυνατή προσέγγιση. Το επόμενο Ανώτατο Συμβούλιο Στρατηγικής Συνεργασίας, το οποίο σχεδιάζεται να συνέλθει τον Νοέμβριο ή τον Δεκέμβριο, θα είναι καθοριστικό. Αν μπουν βάσεις για ουσιαστικό διάλογο, οι δύο πλευρές θα έχουν τη δυνατότητα να αξιοποιήσουν το επόμενο δωδεκάμηνο. Δηλαδή έως το τέλος του 2025. Κάπου εκεί συμπληρώνεται ο γόνιμος πολιτικός χρόνος με απόσταση ασφαλείας από τις επόμενες βουλευτικές εκλογές και στις δύο κυβερνήσεις. Διότι η όποια ουσιαστική εξέλιξη που μπορεί να καταστήσει μόνιμη άνοιξη στις σχέσεις των δύο χωρών, απαιτεί αμφότερα γενναίες πολιτικές αποφάσεις, οι οποίες είναι δύσκολο έως αδύνατον να ληφθούν προεκλογικά.