Και ξαφνικά τις τελευταίες ημέρες του Μαΐου οι τιμές ηλεκτρικής ενέργειας στο Χρηματιστήριο Ενέργειας θύμισαν μέρες ενεργειακής κρίσης.
Όχι ακριβώς της περιόδου 2022 οπότε και η μέση χονδρεμπορική τιμή ήταν στα 200 και πλέον ευρώ ανά MWh (Μεγαβατώρα) αλλά στα επίπεδα του δεύτερου εξαμήνου του 2023 και του Ιανουαρίου του 2024.
Από τις 13 έως και τις 17 Μαίου η μέση τιμή της αγοράς επόμενης ημέρας (Day Ahead Market) κινούταν από τα 92 έως και πάνω από τα 102 ευρώ ανά MWh.
Από την 1η έως τη 17η Μαίου 2024 η μέση τιμή της αγοράς επόμενης ημέρας ήταν στα 75,67 ευρώ/MWh. Το αντίστοιχο διάστημα του προηγούμενου μήνα, του Απριλίου, η μέση τιμή ήταν στα 53,66 ευρώ/MWh.
Ήδη σε ένα μήνα η τιμή χονδρεμπορικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, που καθορίζει και τις τιμές προμήθειας ρεύματος (λογαριασμοί νοικοκυριών κι επιχειρήσεων), αυξήθηκε 41%.
Παρένθεση
Το ερώτημα είναι αν η πτωτική τροχιά των τιμών στο Χρηματιστήριο Ενέργειας και στους λογαριασμούς ρεύματος που κράτησε από την αρχή του χρόνου ήταν μία «παρένθεση». Κι αν επιστρέφουμε σε υψηλότερες τιμές.
Αν εξετάσουμε το ενεργειακό μίγμα που χρησιμοποιούν οι τεχνολογίες για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας θα διαπιστώσουμε πώς οι ΑΠΕ παίζουν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της μέσης τιμής στο Χρηματιστήριο και κατ’ επέκταση και στους τελικούς λογαριασμούς ρεύματος.
Τα αιολικά και τα φωτοβολταϊκά είναι τεχνολογίες ηλεκτροπαραγωγής πολύ χαμηλού κόστους. Ο ήλιος και ο άνεμος είναι δωρεάν, άρα όσο περισσότερες ΑΠΕ χρησιμοποιούνται στο ενεργειακό μίγμα τόσο χαμηλότερες τιμές ρεύματος πληρώνουμε.
Κι όσο φυσάει περισσότερο και όσο η ηλιοφάνεια έχει μεγαλύτερη διάρκεια τόσο παράγεται φθηνό ηλεκτρικό ρεύμα.
Τον Απρίλιο, λοιπόν, για το διάστημα 1 με 17 του μηνός οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας ήταν στο ενεργειακό μίγμα πάνω από το 50% (50,56%). Και το φυσικό αέριο, το άλλο επίσης βασικό καύσιμο για την ηλεκτροπαραγωγή είχε περιοριστεί στο 26,16%.
Για τον Μάιο (1 με 17 του μηνός) οι ΑΠΕ υποχώρησαν στο 45,13%, ενώ το ακριβότερο φυσικό αέριο ανέβηκε στο 33,88%. Οι καιρικές συνθήκες τις ημέρες εκείνες είχαν χαρακτηριστεί από χαμηλής έντασης ανέμους (άρα δεν δούλεψαν αρκετές ώρες την ημέρα τα αιολικά), ενώ η επικράτηση της αφρικανικής σκόνης και της συννεφιάς είχαν σαν αποτέλεσμα να κρυφτεί η ενεργοβόρος δύναμη των φωτοβολταϊκών, ο ήλιος.
Έτσι, οι τιμές ρεύματος εκτινάχθηκαν.
Οι τιμές τον Ιούνιο
Οι εκτιμήσεις αναλυτών και παραγόντων της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας θέλουν τους θερινούς μήνες να αυξάνονται περαιτέρω οι τιμές ρεύματος. Και δεν αποκλείουν οι αυξήσεις αυτές να περάσουν και σε νοικοκυριά κι επιχειρήσεις.
Η αρχή αναμένεται τον Ιούνιο, λόγω του ό,τι τον Μάιο εκτιμάται πώς η μέση τιμή για όλο το μήνα θα κλείσει υψηλότερα από τον Απρίλιο. Να σημειωθεί ότι οι πάροχοι τιμολογούν με βάση τον προηγούμενο μήνα (πράσινα και μία κατηγορία κίτρινων τιμολογίων ρεύματος). Και υπάρχει και η κατηγορία των κίτρινων τιμολογίων με τιμολόγηση μετά την εκκαθάριση του μήνα κατανάλωσης.
Ο καύσωνας και η ζήτηση
Ταυτόχρονα στους θερινούς μήνες, αν και όπως λέει η λογική θα υπάρχει μεγαλύτερη ηλιοφάνεια και τον Αύγουστο ισχυρότεροι άνεμοι και άρα οι ΑΠΕ θα είναι το κυρίαρχο «καύσιμο» στο ενεργειακό μίγμα, εντούτοις ένας άλλος παράγοντας αναμένεται να οδηγήσει τις τιμές σε υψηλότερα επίπεδα.
Αυτός ο παράγοντας είναι η ζήτηση της ηλεκτρικής ενέργειας. Αν οι θερμοκρασίες κινηθούν σε υψηλότερα από τα δεδομένα της εποχής (40 βαθμούς Κελσίου και άνω) τότε θα απαιτηθεί μεγαλύτερη ηλεκτροπαραγωγή. Θα χρειαστεί και η συνδρομή των μονάδων φυσικού αερίου προκειμένου να καλυφθεί η ζήτηση ρεύματος.
Υποδομές και αποθήκευση ενέργειας
Οι τιμές ακόμη και σε τέτοιες ακραίες καιρικές συνθήκες θα κινούνταν σε χαμηλά επίπεδα αν είχαν γίνει οι αναγκαίες υποδομές.
Τέτοιες είναι τα δίκτυα ηλεκτρικής ενέργειας με ισχυρές διασυνδέσεις στους τόπους λειτουργίας των ΑΠΕ αλλά και με γειτονικές χώρες της Ελλάδας και τα συστήματα αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας. Ιδίως τα μεγάλα αντλησιοταμιευτικά έργα αλλά και οι βιομηχανικές μπαταρίες.
Με τις υποδομές αυτές – οι οποίες καθυστέρησαν στη χώρα μας κυρίως λόγω διοικητικών εμποδίων – η φθηνή πράσινη ενέργεια θα μεταφέρονταν σε μεγαλύτερες ποσότητες, ενώ θα αποθηκεύονταν και ποσότητες για τη διάθεση τους σε ώρες της ημέρας κατά τις οποίες οι καιρικές συνθήκες δεν είναι ευνοϊκές για τη λειτουργία των ΑΠΕ.
Πηγή: ΟΤ